Ο Ζολώτας κι η Ζωή

Στη χώρα που γίνεται πρώτη είδηση το σιγκαρίλο του Ξυδάκη και εξαφανίζεται το ατύχημα με  δύο νεκρούς

Του Χρήστου Ξανθάκη από newpost.gr

Ο Ζολώτας κι η Ζωή

Μια φορά κι έναν καιρό, όλα τα ρύθμιζε η Νομισματική Επιτροπή. Όλα για όλα, εντελώς. Από τα διακόσια δολάρια που έστελνες συνάλλαγμα στον γιο σου που σπούδαζε Αμερική, ως το δάνειο που χρειαζόταν ο ιδιοκτήτης των ναυπηγείων για να κάνει επέκταση της επιχείρησής του. Δεν υπήρχε τίποτα που δεν πέρναγε από το άγρυπνο μάτι του Ξενοφώντα Ζολώτα, ο οποίος ήταν κάτι σαν διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Υπουργός Οικονομικών και μίνι πρωθυπουργός της χώρας. Ενίοτε και μάξι…

Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, στη δεκαετία του εβδομήντα ας πούμε, ήρθε το καλοκαίρι και πήγε ο συγχωρεμένος ο Ζολώτας τις διακοπές του. Κάτι που περίμενε υπομονετικά ένας γάτουλας υπουργός, για να προχωρήσει μια δουλίτσα δικών του ανθρώπων. Αμ έπος αμ έργον, φρόντισε να εγκριθεί δάνειο για να οικοδομηθεί οκταώροφο ξενοδοχείο επάνω από λαϊκό κέντρο αφρώδους διασκεδάσεως. Από εκείνα τα δάνεια τα τσίφτικα, που και τα λεφτά δεν έδινες πίσω και το έργο δεν γινόταν ποτέ. Χάνονταν όλα στην αχλή του χρόνου και του συμφέροντος.

Τέλος πάντων το πέρασε το δάνειο ο υπουργός, το κουκούλωσε, το συμμόρφωσε. Εκεί όμως που ετοιμάζονταν τα καϊνάρια οι φίλοι του για την εκταμίευση επέστρεψε ο Ζολώτας απ’ την Ελβετία. Κι επειδή δεν ήταν κανένα χάπατο, αμέσως την πήρε χαμπάρι τη ματσακονιά. Το παραμυθάκι που είχε στηθεί πίσω απ’ την πλάτη και έλα μωρέ που θα το καταλάβει ο γέρος. Μόνο που το κατάλαβε και αγρίεψε και τα πήρε στο κρανίο και έγινε έξαλλος. Και έβαλε κάτι φωνές που τον άκουσε όλη η Σταδίου, όλη η Πανεπιστημίου, ως το Σύνταγμα και την Ομόνοια τον άκουσαν. Και τις κραυγές του και τα καντήλια που κατέβαζε.

Γιατί ο Ζολώτας ήταν πολύ ευγενής άνθρωπος. Όταν όμως αισθανόταν ότι τον κοροϊδεύουν τους ξέχναγε τους καλούς του τρόπους. Ξέχναγε το σαβουάρ βιβρ και άνοιγε το κουτί της Πανδώρας.  Και όποιος στεκόταν απέναντί του, νόμιζε ότι είχε να κάνει με καραγωγέα και όχι με τον διοικητή της τραπέζης της Ελλάδος. Αλλά εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν κινητά για να τον απαθανατίσει ο κάθε πικραμένος και να το ρίξει το βίντεο στο γιουτούμπι ή να το πουλήσει σε ειδησεογραφική ιστοσελίδα για «ντοκουμέντο». Εκείνη την εποχή επίσης, κατανοούσε ο κόσμος ότι ο βρασμός ψυχής δεν είναι κουζινικό εργαλείο είναι υπόθεση ζωής.

Πράγμα που μας φέρνει στην άλλη Ζωή, την Κωνσταντοπούλου. Και στην υστερία των καναλιών για το πώς τόλμησε και μίλησε έτσι στον αξιωματικό της αστυνομίας. Πώς εξερράγη, πώς πήρε φωτιά,  πώς ανατινάχθηκε η Πρόεδρος της Βουλής. Και τι πράγματα είναι αυτά και πώς τολμάει και από πού κι ως πού.

Να τα δούμε από την αρχή; Να τα δούμε από την αρχή. Πρώτα απ’ όλα ούτε εξερράγη, ούτε φωτιά πήρε, ούτε ανατινάχθηκε. Απολύτως ψύχραιμη ήταν και άμα δεν άρεσε σε κάποιους το ύφος της, συγγνώμη αλλά από ύφος δεν πέθανε κανείς. Δεν θα σταθώ εδώ στο πολιτικό μέρος της υπόθεσης και στη διάκριση των εξουσιών και στο αν είχε ή δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει λόγο από τον αστυνομικό. Θα σταθώ σε αυτό που είδαμε όλοι: Ότι μια σχετικώς κουλαριστή διαμαρτυρία, προσπάθησαν τα κανάλια να την μεταμορφώσουν σε τρομοκρατική επίθεση. Λες και είμαστε όλοι αόμματοι πια…

Αλλά αυτά συμβαίνουν στη δημοκρατία των μη μου άπτου. Στη χώρα όπου γίνεται πρώτη είδηση ότι άναψε σιγκαρίλο ο Ξυδάκης μέσα στο Μουσείο, αλλά βαράει εξαφανιζόλ το βιομηχανικό ατύχημα με τους δύο νεκρούς. Σε αυτό το αστείο κράτος όπου το mail Χαρδούβελη πάει βόλτα στον Αχέροντα και μια παλιοκουβέντα του οργισμένου Βούτση αναδεικνύεται σε γεγονός του μήνα. Όπου το ύφος της Ζωής, βαφτίζεται μείζον πολιτειακό ζήτημα. Και έπεται συνέχεια βεβαίως, με ανάλογα επεισόδια μεγίστου ενδιαφέροντος. Αν ζούσε ακόμη ο δόλιος ο Ζολώτας, έχω την εντύπωση ότι δεν θα ξεμύτιζε στιγμή απ’ το γραφείο του…

Comments are closed.