Η «φωνή» των προσφύγων
Ο αραβόφωνος εκφωνητής της ΕΡΤ
Σεμνός και με ευαισθησίες για το προσφυγικό ζήτημα, ο Ουαλίντ Ελιάς είναι η «φωνή των προσφύγων» που έχουν εγκλωβιστεί στην ελληνική επικράτεια. Εκφωνεί το αραβόφωνο δελτίο ειδήσεων με χρήσιμες -για τους πρόσφυγες- πληροφορίες, το οποίο μεταδίδει, από την αρχή της εβδομάδας, η ΕΡΤ.
Πρόκειται για μία δίλεπτη μετάδοση ειδήσεων που ενδιαφέρουν τον προσφυγικό πληθυσμό, με θέματα όπως η στέγαση, η φιλοξενία, η τακτοποίηση εγγράφων και ο καιρός. Και ενώ το δελτίο «μετρά» λίγες μόνο ημέρες στον αέρα, οι μετρήσεις δείχνουν ότι το παρακολουθούν κάποιες χιλιάδες ατόμων, ενώ οι επισκέπτες στο Facebook ξεπερνούν τους 1.000.
Ο Ουαλίντ, Λιβανέζος στην καταγωγή, θεωρεί τον εαυτό του τυχερό, καθώς κατάφερε το 1989 -έναν χρόνο πριν από το τέλος του- να δραπετεύσει από τον εμφύλιο στη χώρα του (σ.σ.: από το 1975 έως το 1990) και να εγκατασταθεί στην Ελλάδα για σπουδές. Σπούδασε δημοσιογραφία και μάρκετινγκ στη χώρα μας και έκτοτε ασκεί το δημοσιογραφικό επάγγελμα ως ξένος ανταποκριτής για τον Λίβανο έως το 2011 και ως εκφωνητής, μεταφραστής, διερμηνέας και αναλυτής για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση της ΕΡΤ από το 1996.
Υπερήφανος
Ο ίδιος δηλώνει υπερήφανος για το δελτίο που εκφωνεί τρεις φορές την ημέρα αμέσως μετά τα δελτία ειδήσεων της ΕΡΤ, δεν παύει, όμως, να θλίβεται για την κατάσταση που επικρατεί ειδικά για τα μικρά παιδιά. Αλλωστε, μαζί με τη σύζυγό του, Ράνια, έχουν μία «υπέροχη», όπως ο ίδιος περήφανα λέει, μικρή κορούλα 17 μηνών, τη Μελίνα, η οποία προς το παρόν διαμένει με τη μητέρα της στον Λίβανο.
Η Ράνια, πρώην επιτετραμμένη του Λιβάνου στην Ελλάδα, έπρεπε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο να επιστρέψει για εργασία στο υπουργείο Εξωτερικών του Λιβάνου, παίρνοντας μαζί της και τη μικρή Μελίνα. Ετσι, ο Ουαλίντ χρειάστηκε να βιώσει για άλλη μία φορά τη μοναξιά και την απομάκρυνση από τους αγαπημένους του. «Η καρδιά μου είναι μοιρασμένη ανάμεσα στις δύο χώρες, γιατί και την Ελλάδα την αισθάνομαι χώρα μου. Μέχρι πρότινος ταξίδευα κάθε 20 ημέρες στον Λίβανο και έμενα μαζί τους εκεί για δέκα ημέρες. Τώρα, όμως, με το δελτίο, όταν μπορώ, θα πρέπει να πηγαίνω έστω δύο ημέρες». Οι δύο τους ευελπιστούν ότι η Ράνια θα μπορέσει να επιστρέψει ύστερα από έξι ή επτά μήνες στην Ελλάδα, ώστε να ενωθούν ξανά ως οικογένεια. Δεν χάνει, όμως, την αισιοδοξία του και συνεχίζει να «μάχεται» για τη ζωή του και την οικογένειά του.
Εξάλλου, τα… μαθήματα που πήρε πίσω στον Λίβανο, λόγω του εμφυλίου, και, μάλιστα, σε πολύ τρυφερή ηλικία, του έμαθαν αυτό ακριβώς: να επιβιώνει, να ζει και να ανοίγει τις τυχόν κλειστές «πόρτες» που θα βρίσκει μπροστά του.
«Εχω ζήσει τον πόλεμο στον Λίβανο, έχω δει τη φρίκη του με τα ίδια μου τα μάτια και ξέρω τι σημαίνει να καίγεται το σπίτι σου και να υποφέρεις από συγκρούσεις, για τις οποίες ευθύνονται άλλοι», τονίζει. «Στο σχολείο έπρεπε να κρυβόμαστε και να μπαίνουμε από άλλη είσοδο, γιατί μπροστά από το σχολείο γίνονταν συμπλοκές». Ωστόσο, οι αναμνήσεις που θα μείνουν ανεξίτηλες στη μνήμη του είναι ο θάνατος παιδικών φίλων του, «20χρονων παιδιών, στον πόλεμο». Στο μυαλό του έρχεται ο καλός φίλος του, Ζαν, ο οποίος σκοτώθηκε σε συμπλοκή. Ο Ουαλίντ έπρεπε να κρύψει το γεγονός από τη μητέρα του αγοριού και να απαντήσει στην αφοπλιστική της φράση την ημέρα της κηδείας: «Ωστε ζούσε…».
Ευχή
Ως εκ τούτου, το Προσφυγικό, όπου εμπλέκεται ως επαγγελματίας και ως πατέρας, τον αγγίζει βαθύτατα. Χαρακτηρίζει, δε, τον εαυτό του ως εσωτερικό πρόσφυγα (σ.σ.: στον Λίβανο), καθώς με την οικογένειά του εκδιώχθηκαν τρεις φορές από τις πόλεις που έμεναν. Εύχεται, όμως, να μη χρειαστεί να εξηγήσει το πρόβλημα στην κόρη του αργότερα. «Θέλω να της μάθω να είναι άνθρωπος, να συμπονά τον διπλανό της και να προσφέρει όσο μπορεί και με όποιον τρόπο μπορεί…».
Πηγή Έθνος