Δραγασάκης: Δεν υπάρχει θέμα 4ου μνημονίου

 

Δραγασάκης

Η ομιλία του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης στο 27ο Συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου

 

Κυρίες και κύριοι,
Βρισκόμαστε στο τέλος ενός σημαντικού συνεδρίου, στο οποίο συζητήθηκαν πολλά θέματα και ακούστηκαν ποικίλες απόψεις. Τώρα είναι η ώρα κάποιων συμπερασματικών διαπιστώσεων.
Το συνέδριο του Ελληνο-αμερικανικού Επιμελητηρίου αποτέλεσε σημαντικό γεγονός όχι μόνο γιατί έδωσε την ευκαιρία ενός πλούσιου διαλόγου, αλλά και γιατί επέτρεψε να απαντηθούν ερωτήματα και να αποσαφηνιστούν πολλά θέματα. Και αυτό μας βοηθά να στραφούμε από το «θόρυβο» στα γεγονότα, από τις εντυπώσεις στη πραγματικότητα.
i. Το Πρόγραμμα ολοκληρώνεται το 2018
Μια πρώτη διαπίστωση, λοιπόν, που θα ήθελα να κάνω είναι ότι όλοι όσοι μίλησαν και αναφέρομαι εδώ σε σημαντικούς διεθνείς παράγοντες και εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών, τόνισαν ότι επιθυμούν την επιτυχή ολοκλήρωση του Προγράμματος καθώς και ότι αυτό είναι το τελευταίο. Κανείς δεν θεωρεί ότι υπάρχει θέμα 4ου προγράμματος. Αυτή ήταν η επωδός των δηλώσεων τόσο του κ. Μοσκοβισί όσο και του κ. Κερέ και ανάλογα μεταδίδονται και από την Ευρώπη.
Θεωρώ τη διαπίστωση αυτή σημαντική. Και αυτό διότι απαντά σε ερωτήματα και ανησυχίες εν μέρει δικαιολογημένες. Απαντά, όμως, η διαπίστωση αυτή και σε όσους στο εσωτερικό της χώρας αυτοβούλως προσφέρθηκαν, προκαταβολικά, να υπηρετήσουν νέα μνημόνια.
Ο βασικός στόχος της κυβέρνησης, επομένως, παραμένει απολύτως εφικτός. Και ο στόχος είναι το 2018, ένα χρόνο πριν από το 2019, οπότε και λήγει η θητεία της παρούσας κυβέρνησης, να έχει ολοκληρωθεί το Πρόγραμμα και να έχουν τερματιστεί η λιτότητα και η επιτροπεία.
Δεύτερος στόχος είναι, παράλληλα με την υλοποίηση των δεσμεύσεων, να επουλώνονται πληγές και κοινωνικά τραύματα και να μπαίνουν οι βάσεις για τη μετα-μνημονιακή Ελλάδα. Να δημιουργηθούν, δηλαδή, οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για την υπέρβαση όχι μόνο των μνημονίων, αλλά και της κρίσης και του χρεοκοπημένου μοντέλου του παρελθόντος που μας οδήγησε σε αυτήν.

ii. Η οικονομία ανακάμπτει – Να μη χαθεί η ευκαιρία
Για να επιτευχθεί, όμως, αυτός ο κοινός στόχος πρέπει να γίνουν όλα τα αναγκαία βήματα στην ώρα τους. Το κλείσιμο της αξιολόγησης, η αποσαφήνιση των μέτρων που θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, η δοκιμαστική έξοδος στις αγορές, όλα αυτά δεν αρκεί να γίνουν κάποτε, πρέπει να γίνουν «τώρα», εντός των πρώτων μηνών του 2017. Διότι μόνο έτσι θα υπηρετήσουν το στόχο τους και θα εξασφαλίσουν την επιτυχία του σχεδίου στο οποίο εντάσσονται.
Είναι γεγονός ότι όλες, σχεδόν, οι αξιολογήσεις έκλεισαν στο παρελθόν με μεγάλες καθυστερήσεις. Το πρώτο και το δεύτερο μνημόνιο άφησαν πίσω τους βαριές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες χωρίς να ολοκληρωθούν ποτέ. Το πρώτο μνημόνιο κατέληξε σε σωρό ερειπίων και εγκαταλείφθηκε άρον άρον, ενώ το δεύτερο μνημόνιο οδηγήθηκε σε τέλμα και η πέμπτη αξιολόγησή του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Στη προκειμένη, όμως, περίπτωση, οι προθεσμίες μπορούν και πρέπει να τηρηθούν. Διότι η κυβέρνηση -και κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό- έκανε από την πλευρά της ό,τι είχε υποχρέωση, έγκαιρα και με αποφασιστικότητα. Ταυτόχρονα, έχει γίνει σημαντική τεχνική προεργασία για το χρέος και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα έχουν ήδη οριστικοποιηθεί. Οι προϋποθέσεις, λοιπόν, είναι εντελώς ώριμες.
Πέραν των παραπάνω και παρά την επίμονη καταστροφολογία διάφορων, η οικονομία, όπως επιβεβαίωσε και σήμερα η ΕΛΣΤΑΤ, βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης, με το πρώτο εννεάμηνο του 2016 να εμφανίζει θετικό πρόσημο σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό, δημιουργώντας προοπτική αυτή η ανάκαμψη να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια. Πλέον μπορούμε να πούμε ότι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2016 έχει ήδη επιτευχθεί και ο Προϋπολογισμός θα κλείσει με υπέρβαση του στόχου. Οι εξελίξεις αυτές είναι απόρροια της σταθερότητας και της εμπιστοσύνης που ανακτώνται χάρη στη συστηματική προσπάθεια που γίνεται, καθώς και από την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης.
Επίσης και οι αγορές, όπως δείχνουν οι κινήσεις στο Χρηματιστήριο και τις αγορές ομολόγων, είναι έτοιμες να απαντήσουν δυναμικά στα πρώτα οριστικά θετικά μηνύματα. Τέλος όμως και η ίδια η κοινωνία έδειξε ως τώρα υπομονή και κατανόηση, με την προοπτική μιας θετικής ανταπόδοσης για τις τεράστιες θυσίες που έχει κάνει.
Οι προϋποθέσεις, λοιπόν, για να προχωρήσουμε προς την ολοκλήρωση του Προγράμματος υπάρχουν και η μόνη πηγή αβεβαιότητας παραμένει η αδιευκρίνιστη στάση του ΔΝΤ. Κάθε καθυστέρηση, όμως, κάθε αναβλητικότητα, θα μπορούσε να πλήξει αδικαιολόγητα και άδικα το θετικό momentum που έχει δημιουργηθεί. Και δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς, ποιον θα μπορούσε να συμφέρει αυτό σε μια περίοδο κατά την οποία κύματα και δυναμικές αβεβαιότητας συσσωρεύονται επικίνδυνα, στην Ευρώπη και διεθνώς.

iii. Μείωση πλεονασμάτων για διατηρήσιμη ανάπτυξη και βιώσιμο χρέος
Έρχομαι τώρα σε μια δεύτερη διαπίστωση. Η έξοδος στις αγορές, η ολοκλήρωση του προγράμματος, είναι μια αναγκαία αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση για να βγούμε από τη κρίση. Θα είναι, βέβαια, ένας σημαντικός σταθμός. Θα κλείσει ο κύκλος μιας χαμένης δεκαετίας, οι πολίτες και η κοινωνία θα «ανασάνουν» και η Ελλάδα θα μπορέσει να λειτουργήσει ως ένα ισότιμο και ενεργό μέλος της ΕΕ. Ο σταθμός αυτός όμως δε θα είναι το τέλος, αλλά ένα «ξέφωτο», που αν το αξιοποιήσουμε σωστά μπορεί να καταστεί η αρχή της οριστικής υπέρβασης της κρίσης.
Αυτό μας οδηγεί στο θέμα των πλεονασμάτων που θα πρέπει να επιτύχει η χώρα μετά το 2018. Το ύψος των πλεονασμάτων που μπορεί να δημιουργήσει και να διατηρήσει μια οικονομία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ερήμην των συγκεκριμένων συνθηκών και στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ερήμην της τεράστιας καταστροφής που έχει συντελεστεί στην οικονομία και την κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια. Το ερώτημα, όμως, δεν είναι μόνο πόσο πλεόνασμα μπορεί να δημιουργηθεί, αλλά και πώς το εν λόγω πλεόνασμα πρέπει να αξιοποιηθεί.
Η μείωση των πλεονασμάτων μετά το 2018 θα επιτρέψει τη διάθεση σημαντικών πόρων σε στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις, σε ενίσχυση εξωστρεφών και καινοτόμων επιχειρήσεων, σε στήριξη του κοινωνικού κράτους. Αυτό θα ενισχύσει την ανάπτυξη, αλλά και τη βιωσιμότητα του χρέους και γι’ αυτό αποτελεί έναν αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό. Αν, αντίθετα, υπάρξει εμμονή σε εξωπραγματικά πλεονάσματα, και αυτά δεσμευτούν αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του χρέους, τότε, η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί και η βιωσιμότητα του χρέους θα υπονομευθεί εκ νέου.
Θα είναι αυτό ένα πρόβλημα μόνο για την Ελλάδα ή θα είναι ένα πρόβλημα και για την Ευρώπη; Είναι μόνο η Ελλάδα που αντιμετωπίζει το πρόβλημα αυτό ή είναι και άλλα Κράτη-Μέλη που αντιμετωπίζουν ήδη ή θα αντιμετωπίσουν ανάλογο πρόβλημα;
Ή για να το θέσω διαφορετικά, τι βοηθά σήμερα την ίδια την Ευρώπη; Η επίλυση του ελληνικού προβλήματος ή μία ακόμη μετακύλησή του στο μέλλον;
Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έδωσε, ήδη, μια σαφή απάντηση στο ερώτημα αυτό:
«…Είναι προς το συμφέρον της Ευρωζώνης ως σύνολο (και της ίδιας της Ελλάδας)…», τόνισε, «…να βρεθεί μόνιμη λύση που θα εξασφαλίζει την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα…»
iv. Η ελληνική υπόθεση είναι ευρωπαϊκή υπόθεση

Το ερώτημα αυτό με φέρνει σε μια τρίτη διαπίστωση. Και αυτή είναι ότι η διέξοδος από την ελληνική κρίση διαπλέκεται με την έξοδο της Ευρώπης συνολικά από την κρίση. Η όποια λύση στο ελληνικό πρόβλημα θα είναι μέρος και πρόκριμα της λύσης για το συνολικότερο πρόβλημα της Ευρώπης. Ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπισθεί π.χ. το ελληνικό χρέος θα είναι πρόκριμα για τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί κάποια στιγμή και το χρέος άλλων χωρών. Η συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα θα είναι πρόκριμα για τη μελλοντική παρουσία του ή όχι στην Ευρώπη.
Η Ελλάδα για μια ακόμη φορά γίνεται το πεδίο στο οποίο συγκρούονται ευρύτερα συμφέροντα και επιδιώξεις και διαμορφώνονται οι διεθνείς τάσεις για τις μελλοντικές εξελίξεις. Αυτό περιπλέκει την επίλυση των προβλημάτων μας. Από την άλλη πλευρά, αυτή η ντε φάκτο διεθνοποίηση του ελληνικού προβλήματος δημιουργεί δυνατότητες ευρύτερων συνεργασιών και συμμαχιών.
v. Προϋποθέσεις οριστικής εξόδου από την κρίση
Πρώτη προϋπόθεση για την αξιοποίηση, όμως, των δυνατοτήτων αυτών είναι η Ελλάδα να συμμετέχει στην Ευρώπη με τη δική της άποψη, τη δική της φωνή. Η άποψη ότι αρκεί να γαντζωθούμε στο άρμα της Ευρώπης και όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν μόνα τους, που πρυτάνευσε στο παρελθόν, έγινε μια από τις αιτίες της κρίσης και την πληρώσαμε ακριβά. Μια χώρα χωρίς τη δική της βούληση, χωρίς τη δική της στρατηγική, χωρίς το δικό της σχέδιο και το δικό της πλέγμα συμμαχιών, δεν έχει μέλλον ούτε έξω από την Ευρώπη ούτε μέσα στην Ευρώπη.
Η Ελλάδα δεν είναι «λαθρεπιβάτης», αλλά οργανικό τμήμα της Ευρώπης και όχι μόνο με τη γεωγραφική έννοια, αλλά και με την πολιτισμική και τη γεω-στρατηγική έννοια.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι διεκδικούμε και κατακτούμε τη την πολιτική μας αυτονομία που με τα μνημόνια και την επιτροπεία έχει χαθεί σε σημαντικό βαθμό. Κάνουν λάθος όσοι και όσες από αντιπολιτευτικό πάθος κατηγορούν με ευκολία την κυβέρνηση για κάθε καθυστέρηση. Κάνουν λάθος όσοι και όσες υποτιμούν τους κινδύνους που εγκυμονεί ένα σύστημα επιτροπείας που ενίοτε ασκείται χωρίς διαφάνεια, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση και χωρίς δημόσια λογοδοσία, όπως έχει αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από καιρό.

vi. Συγκροτώντας ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα
Από την άποψη αυτή αποτελεί πρόοδο η αυξανόμενη συνειδητοποίηση της ανάγκης για ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα και μια νέα αναπτυξιακή στρατηγική. Διότι πράγματι δεν υπάρχει διέξοδος αν δεν αναμετρηθούμε με το παρελθόν και με ό, τι μας έφερε ως εδώ.
Ως κυβέρνηση έχουμε επιδείξει προσήλωση και έχουμε αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες για τη νέα αναπτυξιακή στρατηγική, την κινητοποίηση επενδύσεων, την προσέλκυση κεφαλαίων, την παραγωγή εισοδημάτων και την αύξηση της απασχόλησης. Μάλιστα, όλα αυτά σε ένα περιβάλλον ισονομίας προς όλους, με κανόνες διαφανείς, κι όσο περνά ο καιρός όλο και πιο σταθερούς.
Ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος, η αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και το υπό διαμόρφωση πλαίσιο για την επίλυση του ανεπίλυτου μέχρι σήμερα προβλήματος των «κόκκινων» δανείων συνιστούν ορισμένες μόνο σημαντικές πολιτικές με αναπτυξιακό πρόσημο.
Ακόμη, ενδεικτικά και μόνο, το «Νέο θεσμικό πλαίσιο για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας» και η «Απλοποίηση διαδικασιών σύστασης επιχειρήσεων, άρση κανονιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό» αποτελούν δύο νομοσχέδια-τομές που συζητιούνται ήδη στη Βουλή και δίνουν την αναγκαία ώθηση στην επιχειρηματικότητα μέσα από τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της αδειοδότησης επιχειρήσεων.
Για την κυβέρνηση λοιπόν, η δημιουργία περιβάλλοντος που ευνοεί την καινοτόμο, εξωστρεφή και κοινωνικά υπεύθυνη επιχειρηματικότητα είναι όχι μόνο ζητούμενο, αλλά καθημερινός στόχος προς επίτευξη.
Υπάρχουν όμως και απόψεις οι οποίες φέρνουν σε αντιπαράθεση διαφορετικές όψεις της αναπτυξιακής διαδικασίας, όπως είναι η παραγωγή του πλούτου και η διανομή του, που στην πράξη όμως είναι αξεχώριστες. Ακούμε, για παράδειγμα, την άποψη ότι εκείνο που χρειαζόμαστε για να βγούμε από την κρίση είναι η παράγωγη νέου πλούτου και όχι και η δίκαιη αναδιανομή του. Το ζήτημα της διανομής, λένε, θα το δούμε κάποτε στο μέλλον.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τέτοιες απόψεις τις ακούμε από πολιτικούς που, όπως ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, θέλουν να «χαϊδεύουν επιχειρηματικά αυτιά», καλλιεργώντας έτσι έναν ιδιότυπο «επιχειρηματικό λαϊκισμό». Η υπέρβαση της κρίσης απαιτεί μια νέα επιχειρηματικότητα, κοινωνικά υπεύθυνη σε αντίθεση με τον πελατειακό κρατικοδίαιτο καπιταλισμό του παρελθόντος. Ανάπτυξη δεν γίνεται με επιχειρηματικές λογικές που θέλουν τα κέρδη στο εξωτερικό, τα δάνειά στο εσωτερικό και τις ζημιές τις εναποθέτουν στο κράτος.
Τέτοιες απόψεις δείχνουν πόσο εύκολα αναγνωρίζεται η ανάγκη ρήξης με το παρελθόν, αλλά και πόσο συχνά ορισμένοι κατανοούν το «νέο», απλά και μόνο, ως το νέο κέλυφος του «παλαιού» και εν προκειμένω ενός μοντέλου πλουτισμού χωρίς κοινωνική ευθύνη.
Η παραγωγή νέου πλούτου περνά μέσα από την αντιμετώπιση του κοινωνικού προβλήματος, την ένταξη των ανέργων και των κοινωνικά αποκλεισμένων στο αναπτυξιακό γίγνεσθαι, την καταπολέμηση της φτώχειας, τη στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας, την επένδυση στην παιδεία και στην έρευνα. Αναδιανομή σημαίνει αντιστροφή της τάσης από την αχαλίνωτη διεύρυνση των ανισοτήτων στη συστηματική μείωσή τους, από την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων στην ανάκτηση και την αναρρύθμιση τους. Από το διαρκή περιορισμό του κοινωνικού κράτους στην ανασυγκρότησή του. Και είναι ένα αίτημα όχι μόνο δικό μας. Είναι ένα αίτημα με παγκόσμια και πανευρωπαϊκή εμβέλεια και ισχύ. Και το αίτημα αυτό δεν πρέπει να το αφήσουμε στις ακροδεξιές και φασιστικές δυνάμεις για να «ντύσουν» με αυτό τα αντι-κοινωνικά και αντι-δημοκρατικά σχέδιά τους, αλλά να το φέρουμε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και της πολιτικής.
Η παραγωγή νέου πλούτου απαιτεί θεσμούς νομιμοποιημένους στην κοινωνία και αυτό απαιτεί την υπέρβαση της βαθιάς κρίσης εμπιστοσύνης. Η υπέρβαση, όμως, της κρίσης εμπιστοσύνης απαιτεί μια πολιτική καταπολέμησης της κοινωνικής αδικίας και των ανισοτήτων.
Η σημερινή κυβέρνηση, παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς με το προϋπολογισμό για το 2017, προβλέπει: 300 εκατομμύρια, επιπλέον, για τη στήριξη της Υγείας και της εκπαίδευσης, 760 εκατομμύρια για την εφαρμογή του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης σε όλη τη χώρα, 250 εκατομμύρια για την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και τη χρηματοδότηση της έρευνας και τη χρηματοδότηση προγραμμάτων παλιννόστησης νέων ερευνητών, 100 εκατομμύρια για το «κούρεμα» στεγαστικών δανείων σε πολύ φτωχούς οφειλέτες που αποδεδειγμένα δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους. Πρόκειται για μέτρα που προάγουν την κοινωνική δικαιοσύνη και ενισχύουν την ανάπτυξη. Είναι μέτρα μιας αναπτυξιακής αναδιανομής και χρειαζόμαστε περισσότερες από τέτοιου είδους παρεμβάσεις και όχι λιγότερες.
Αναδιανομή, επομένως, δε σημαίνει πολιτική ελλειμμάτων, ούτε πολιτική με «δανεικά». Σημαίνει δημοσιονομική πολιτική που ασκείται με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και ανάπτυξης.
Η άποψη ότι μπορούμε να προωθήσουμε φορολογικές ελαφρύνσεις, αφήνοντας το κοινωνικό κράτος να καταρρέει και τους φτωχούς χωρίς καμία προστασία, δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή ούτε οικονομικά αποτελεσματική. Ουσιαστικές φορολογικές ελαφρύνσεις μπορούν να γίνουν με τη διεύρυνση του δημοσιονομικού χώρου που θα προκύψει από τη μείωση των πλεονασμάτων, όπως ήδη ανέφερα. Αν οι αναγκαίες φορολογικές ελαφρύνσεις χρηματοδοτηθούν με περικοπές ή με στέρηση κοινωνικών δαπανών, θα οδηγήσουν ξανά στην ύφεση και σε εκρηκτικές κοινωνικές καταστάσεις.

Στη νέα, λοιπόν, φάση είναι αναγκαία η ανάδυση μιας νέας γενιάς μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη, θα μειώσουν τις ανισότητες και θα αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στις δυνάμεις της, προς το μέλλον της και προς τους δημοκρατικούς θεσμούς.

vii. Ρήξη με το «παλιό» – Συναίνεση για το «νέο»
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι στην εποχή μας οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση, ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά, σβήνουν. Αυτό δεν είναι ειλικρινές. Η αλήθεια είναι ότι, όπως φάνηκε και σε αυτό το Συνέδριο, η συζήτηση για το μέλλον αναδεικνύει σημεία αντιπαράθεσης, αλλά και σημεία σύγκλισης. Η κρίση δημιουργεί την ανάγκη καθαρών επιλογών, άρα και ρήξεων με το παρελθόν και με ό,τι διευρύνει ή αναπαράγει τις ανισότητες. Η κρίση προκαλεί τεράστιο κόστος, ενώ η βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη δημιουργεί οφέλη. Και οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι κοινωνικά ουδέτερες. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο που στα πεδία αυτά αναπτύσσονται τόσο αντιπαραθέσεις όσο και ευρύτερες συμμαχίες με ιδεολογικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Η κυβέρνηση σταθερά επιδιώκει μια ευρύτερη συμμαχία κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων με στόχο τη βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη, ανάπτυξη για τους πολλούς και όχι για τους λίγους.
Ταυτόχρονα, όμως, η ίδια η κρίση δημιουργεί και την ανάγκη ευρύτερων συναινέσεων. Η επίλυση του Κυπριακού, η ουσιαστική μείωση του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων χωρίς νέα δυσβάστακτα μέτρα, η θωράκιση της χώρας έναντι απροβλέπτων ή ασύμμετρων εξωγενών κίνδυνων αποτελούν πεδία που απαιτούν ευρύτερη συνεννόηση και κοινή δράση.
Στην κατεύθυνση αυτή λοιπόν η κυβέρνηση είναι ανοιχτή στο γόνιμο διάλογο και τις προωθητικές συναινέσεις, αλλά κι έτοιμη για τις συγκρούσεις σε θέματα αρχών και με ό,τι επιδιώκει την παλινόρθωση του «παλαιού», του χρεοκοπημένου status quo που οδήγησε στην κρίση.

Comments are closed.