Απλές σκέψεις για το μάθημα της ιστορίας

άρθρο Φίλη στην “Καθημερινή”

Η διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας έχει τροφοδοτήσει παρεμβάσεις, συνήθως λογοκριτικού χαρακτήρα, ως και στην περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης. Η αρνητική παράδοση φαίνεται να συνεχίζεται. Μετά τη δήλωση της υπουργού Παιδείας κας Νίκης Κεραμέως ότι στο σχολείο θα έχουν ρόλο οι «ιεροδιδάσκαλοι» η υπουργός προχώρησε σε άλλη μια προαναγγελία, αυτή τη φορά για το μάθημα ιστορίας.
Σε συνέντευξή της, σε ερώτηση «τι θα ξηλωθεί στην εκπαίδευση» απάντησε: «Για ξήλωμα εννοείτε… ένα από τα άμεσα για παράδειγμα (που) μας απασχολεί είναι τα μαθήματα της ιστορίας. Για μας η ιστορία δεν πρέπει να έχει κοινωνιολογικό χαρακτήρα αλλά χαρακτήρα διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης». Ξήλωμα λοιπόν του… «κοινωνιολογικού» χαρακτήρα της ιστορίας στα σχολεία μας, έτσι, στο πόδι. Δεν το συμπεριέλαβε καν στα ζητήματα που απαιτούν προετοιμασία.
Να υπενθυμίσουμε ότι σε μια άλλη περίπτωση, στη διαμάχη για το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού (επικεφαλής της ομάδας συγγραφέων η Μ. Ρεπούση), η τότε υπουργός Παιδείας κα Μαριέττα Γιαννάκου είχε αποφύγει να υποταχθεί στην απαίτηση να αποσυρθεί το βιβλίο και είχε προκρίνει την επιστημονική συζήτηση. Δεν διανοήθηκε να… το «ξηλώσει αμέσως»!
Οι εποχές, βέβαια, αλλάζουν. Και η σημερινή ΝΔ, μέσα στη γενικότερη εθνικιστική αναδίπλωση που απειλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση, συντάσσεται με αντιλήψεις και μεθοδολογίες που αντανακλούν αναχρονιστικά και αντιδημοκρατικά στερεότυπα. Τι νόημα έχει η αντιπαράθεση ανάμεσα στην «εθνική συνείδηση» και την «κοινωνιολογία»; Δηλαδή ανάμεσα στο έθνος και την κοινωνία; Ακούγεται ως μακρινός απόηχος της ιδεολογίας της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης, σύμφωνα με την οποία το Έθνος εκπροσωπεί μια υψηλή και ευγενή ιδέα, ενώ ο λαός είναι «απλώς» μια πραγματικότητα και μπορεί, παρασυρόμενος, να επιμολύνει την καθαρότητα της ιδέας του Έθνους.
Προφανώς το μάθημα της ιστορίας στα σχολεία μας δεν έχει κανένα «κοινωνιολογικό» χαρακτήρα, που να έρχεται σε αντίθεση με τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης. Δεν διδάσκουν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές τα παιδιά μας πώς να γίνουν «μισό»-Έλληνες!
Χρειάζεται όμως αναμόρφωση το μάθημα της ιστορίας ώστε να γίνει σύγχρονο και ελκυστικό για τα παιδιά. Το 2016, στη διάρκεια της θητείας μου στο υπουργείο Παιδείας, όρισα επιστημονική επιτροπή υπό την προεδρία του πανεπιστημιακού – ιστορικού Πολυμέρη Βόγλη (ο οποίος είχε συμμετάσχει στην ανάλογη ομάδα που είχε συσταθεί επί υπουργίας Άννας Διαμαντοπούλου, χωρίς όμως τότε να καταλήξει σε πόρισμα), απαρτιζόμενη από πανεπιστημιακούς, εκπαιδευτικούς και ερευνητές, με αδιαμφισβήτητη αναγνώριση του έργου τους εντός της επιστημονικής κοινότητας, με εντολή να εισηγηθούν νέα προγράμματα σπουδών. Μετά από επίπονη δουλειά και δημόσια διαβούλευση, η επιτροπή διαμόρφωσε τα πολυσέλιδα (περισσότερες από 400 σελίδες) πορίσματά της τα οποία δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης τον Νοέμβριο 2018, το Μάρτιο 2019 και τον Ιούνιο 2019. Αποτελούν δηλαδή απόφαση – δέσμευση του κράτους.
Το υπουργείο Παιδείας οφείλει τώρα να προχωρήσει στην προκήρυξη για τη συγγραφή νέων σχολικών βιβλίων καθώς και στην οργάνωση της επιμόρφωσης των καθηγητών. Αυτό, δηλαδή, που κάναμε με τα νέα προγράμματα των θρησκευτικών, επιτυγχάνοντας, παρά τις κραυγές και τις μεθοδεύσεις, να έχουν σήμερα αγκαλιαστεί από τη μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονιών. Προφανώς η κα Κεραμέως, δεν θέλει να εφαρμόσει τα νέα προγράμματα ιστορίας, αγνοεί το κατά νόμο αρμόδιο όργανο (Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής) ούτε οργανώνει επιστημονικό διάλογο. Υπεξαιρεί τον τίτλο του ιστορικού και του παιδαγωγού. Κάνει ραδιοφωνικά διαγγέλματα για ξηλώματα -και προφανώς θα ακολουθήσουν τα μπαλώματα.
Στο προοίμιο των νέων προγραμμάτων σπουδών τονίζεται ότι «η διδασκαλία της ιστορίας έχει ως κύριο στόχο να καλλιεργήσει μια πλουραλιστική και ανεκτική εθνική ταυτότητα, η οποία θα είναι απαλλαγμένη από μισαλλοδοξία και ξενοφοβία. Αυτό συνδυάζεται με την καλλιέργεια της δημοκρατικής συνείδησης και την καλλιέργεια ανθρωπιστικών αξιών». Και αυτό επιτυγχάνεται «με την καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης που πρωτίστως είναι κριτική σκέψη, δηλαδή, μακριά από τη δογματική μοναδικότητα της ιστορικής αλήθειας».
Μια τέτοια θεώρηση του μαθήματος ιστορίας προφανώς και δεν επιμένει στη συρρίκνωση της ιστορικής αφήγησης στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα όπως συνήθως γίνεται με συμβατικό τρόπο. Αντιθέτως επιδιώκει την ανάπτυξη ενδιαφέροντος για παιδεία όπως η κοινωνική και η πολιτισμική ιστορία, η δημογραφία, η ιστορία των θεσμών και των ιδεών, η ιστορία της τέχνης, η ιστορία του περιβάλλοντος και του κλίματος, η ιστορία της καθημερινής ζωής των ανθρώπων κλπ.
Κινδυνεύει η εθνική συνείδηση των παιδιών από τη μελέτη όλων των πτυχών της κοινωνικής εξέλιξης; Απειλείται η εθνική συνείδηση από τη μελέτη των διαφόρων πολιτισμών και τη συνεισφορά τους στο παγκόσμιο πολιτισμό; Χτίζεται η εθνική συνείδηση μόνο με μάχες και βασιλιάδες; Ο ρόλος του ατόμου και της ομάδας, οι τάξεις, τα φύλα, οι κοινωνικές αντιθέσεις και οι ιδεολογίες, είναι δυνατό να χαρακτηρίζονται υποτιμητικά «κοινωνιολογία» και να παραγνωρίζεται η συμβολή τους στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης; Ή γονιμοποιούν τους μαθητές με την αίσθηση της κοινότητας; Ποιοι είναι, μέσα σε ποιο περιβάλλον ζουν, τι κοινό και τι διαφορετικό έχουν με ανθρώπους που έζησαν κάποτε στον ίδιο τόπο ή συναποτελούν μαζί τους σήμερα το κοινωνικό υποκείμενο. Τι σημαίνει να είσαι Έλληνας σε μια ανεξάρτητη και δημοκρατική κοινότητα, πώς φτάσαμε εδώ, με ποια άλματα και ποια πισωγυρίσματα, με ποιες νίκες και ποιες ήττες.
Τα νέα προγράμματα ιστορίας συνδυάζονται με νέες μορφές συμμετοχικής διδασκαλίας, που ενθαρρύνουν την βιωματική και διαθεματική κατανόηση και έρευνα του παρελθόντος, όπως είναι η οικογενειακή και τοπική ιστορία. Προφανώς μια τέτοια σύνθετη (όχι μονολιθική και ανιστορική) προσέγγιση της έννοιας του Έθνους, που είναι πιο κοντά στις καθημερινές εμπειρίες των παιδιών και του απλού πολίτη, ενοχλεί.
Η βιαστική ανακίνηση θέματος ιστορίας από την υπουργό, επιβεβαιώνει ότι η ΝΔ διαμορφώνει μια υβριδική ταυτότητα, τη νεοφιλελεύθερη νεοεθνικοφροσύνη, προσπαθώντας να συγκαλύψει θετικές, έστω εξ ανάγκης, επανατοποθετήσεις στο θέμα του Μακεδονικού, να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από τα ουσιώδη προβλήματα της εκπαίδευσης και να δημιουργήσει μια συντηρητική εικόνα για το μέλλον της χώρας σε μια περίοδο που βγαίνουμε σιγά σιγά από την κρίση και έχουμε ανάγκη από ένα νέο όραμα με εξωστρέφεια, δημοκρατία και μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση.

Comments are closed.