Πήγα ξανά την Κυριακή εκεί που τον μαχαίρωσαν

Παύλος Φύσσας

Ο Σταύρος Θεοδωράκης γράφει για τον Παύλο Φύσσα

Το έχω πει από την αρχή, τότε, στους «Πρωταγωνιστές» – 20 μέρες μετά την δολοφονία του. Τον Παύλο τον ένιωσα σαν παιδικό μου φίλο. Η γειτονιά του ήταν σαν την παιδική μου γειτονιά. Στο σαλόνι του σπιτιού του ήταν σαν να είχα γλεντήσει. Κυριακή μεσημέρι, αγκαλιά με τους γονείς και τα ξαδέλφια. Μια μάνα που μόλις μπεις σε σπρώχνει στην κουζίνα. Να φας, να στυλωθείς. Ένας πατέρας να σε καμαρώνει και μια αδελφή να σε λατρεύει.

Τώρα η Μάγδα ετοιμάζεται για την Πέμπτη, για την μαύρη επέτειο. Ο Τάκης είναι στη Σαλαμίνα. Ο ένας πήρε τους δρόμους και ο άλλος έμεινε σπίτι, δίπλα στις φωτογραφίες. Ο Παύλος γελαστός – ο Παύλος στη σκηνή – ο Παύλος θυμωμένος – ο Παύλος μικρός αγκαλιά με την Ειρήνη… Στην Παναγή Τσαλδάρη, εκεί που τον δολοφόνησαν, είναι και σήμερα φρέσκα τα λουλούδια, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μονολογεί για το παλληκάρι που «το φάγανε». Οι αφίσες στις κολώνες καλούν τον κόσμο να τσακίσει τον φασισμό. Οι κομματικές νεολαίες μιλούν και αυτές στο όνομα του Παύλου. Η Μάγδα όμως δε θέλει να ‘ρθουν τα κόμματα στις εκδηλώσεις της Πέμπτης. Όχι σημαίες – όχι πανό – όχι σύμβολα. Μόνο χρωματιστά μπαλόνια και τραγούδια. Ο Παύλος δεν ήταν κανενός. Μου το είπε τότε, μου το επαναλαμβάνει και σήμερα.

Ο Παύλος πρέπει να συνεχίσει να «ζει» χωρίς καμιά ταμπέλα δίπλα από το όνομά του. Ο άνθρωπος που έδειξε στους Έλληνες το έγκλημα του φασισμού. Ο άνθρωπος που ανάγκασε το κράτος και ίσως μια κοινωνία, να συγκρουσθεί με το τέρας.

Γιατί πες ότι δεν έγινε. Ο Ρουπακιάς δεν έβρισκε το στιλέτο του ή το τηλέφωνό του ήταν κλειστό, όταν τον καλούσαν οι άλλοι της συμμορίας. Και ο Παύλος έφευγε ζωντανός από την ενέδρα. Πως θα ήταν σήμερα η Ελλάδα; Ναι! Ο φόνος του Παύλου ήταν η πέτρα που τάραξε τον βούρκο. Η πέτρα χάθηκε αλλά όλοι είδαν επιτέλους τον βούρκο.

Αν δεν σας κάνει κόπο διαβάστε ένα κείμενο που έγραψα λίγες μέρες μετά την δολοφονία του, μετά από μια επίσκεψη πάλι στο πατρικό του σπίτι.

Το Σάββατο του Παύλου ήταν ο τίτλος και μπήκε στο Protagon.

Θα ξυπνούσε στης μάνας του. Εκεί είχε μετακομίσει τις τελευταίες ημέρες. Οι γιοι είναι της μάνας και οι κόρες του πατέρα, γι’ αυτό γράφω «θα ξυπνούσε στης μάνας του». Η Ειρήνη, λοιπόν, είναι του Τάκη και ο Παύλος της Μάγδας. Ο Τάκης αν το διαβάσει θα γελάσει. «Αφού σου είπα, ρε Σταύρο, ο Παύλος ήταν το φιλαράκι μου». Θα ξυπνούσε, λοιπόν, στην Αμφιάλη. Μια στιγμή, τώρα που το σκέφτομαι ίσως και να κάνω λάθος. Μάλλον θα είχε κοιμηθεί στη Σαλαμίνα, στο εξοχικό της οικογένειάς του. Η Χρύσα θα είχε ρεπό αυτό το σαββατοκύριακο και θα πήγαιναν στη Σαλαμίνα, να κοιμηθούν λίγο παραπάνω. Τα ξέρετε τα εξοχικά στη Σαλαμίνα; Ένα κηπάκι, δύο δωμάτια. Στο χώμα, σε μια γωνιά θα βρεις πάντα μια ψησταριά. Για τα γλέντια της Κυριακής. Μια ανάσα από τη θάλασσα. Στη Σαλαμίνα έχει παντού θάλασσα. Μολυσμένη κάποτε, καθαρή τα τελευταία χρόνια, θα σου ορκιστούν. Θα ξυπνούσαν, λοιπόν, λίγο πριν από το μεσημέρι.

Τα σχέδια θα άλλαζαν συνεχώς, ανάλογα με τα σύννεφα στον ουρανό. Θα ερχόντουσαν τα φιλαράκια στη Σαλαμίνα ή θα πήγαιναν αυτοί στον Κορυδαλλό; Με τα πολλά θα έστελνε ένα σήμα στη «γειτονιά» μήπως και βρισκόταν κάποιος φίλος να τους «πετάξει» στα Παλούκια. Εν ανάγκη θα κατέβαιναν με το λεωφορείο ή και με τα πόδια. Αιάντειο – Παλούκια, 4 χιλιόμετρα. Σιγά την υπόθεση. Και από εκεί με το καραβάκι σε δέκα λεπτά θα ήταν στο Πέραμα. Κάθε ένα τέταρτο έχει καραβάκι. Και το βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, έχει κάθε μισή ώρα. Λεωφορείο λοιπόν και στάση στη Λαμπράκη, κοντά την Τσαλδάρη. Λίγο πιο κάτω από το σημείο που τον σκότωσαν είναι το σπίτι των γονιών του. Θα κατηφόριζε, θα έστριβε, δεξιά, αριστερά και πάλι δεξιά και θα βρισκόταν στο στενό του. Η Μάγδα θα τον είχε ακούσει – πάντα αναγνώριζε τα βήματά του – και θα ήταν στο μπαλκόνι. Ή μάλλον όχι, ψέματα, θα βεβαιωνόταν με μια ματιά ότι είναι ο γιόκας της και θα έτρεχε πίσω στην κουζίνα. Να κατεβάσει το φαγητό από τη φωτιά να κρυώνει ή να κοιτάξει το ψυγείο να δει τι άλλο θα μπορούσε να τους ετοιμάσει. Θα τους στρίμωχνε σίγουρα να φάνε. Μήπως και έμεναν περισσότερη ώρα μαζί της. Μπορεί να είχε και κανέναν καινούριο στίχο να της διαβάσει. Θα τον μάλωνε αν ήταν πάλι «στενάχωρο» τραγούδι. «Ρε μάνα, δεν βλέπεις τι γίνεται εκεί έξω; Εγώ τι θες να γράφω; Για λουλούδια;». «Πάλι το μυαλό μου παρανοεί / πώς αφήσαμε την παρακμή τόσο να εξαπλωθεί».

Ο Τάκης θα τον προβόκαρε από το μπαλκόνι. «Θα παίξεις κανένα τάβλι ή συνέχεια θα μιλάς;». Φιλαράκια ήταν, σας το είπα. Παλιά είχαν δουλέψει μαζί στη Ζώνη, στο Πέραμα. Ο Τάκης είχε φάει εκεί μια ζωή. Είχε δει ανθρώπους να καίγονται. Γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια δεν ήθελε να περνάει ούτε απ’ έξω. Φοβόταν ότι θα άκουγε πάλι εκρήξεις. Λίγο πριν τη σύνταξη πήγε και δούλεψε σε άλλα ναυπηγεία, στην Ελευσίνα νομίζω. Με την μπουκιά στο στόμα και με δυο δρασκελιές ο Παύλος θα βρεθεί πάλι στον δρόμο. Χέρι-χέρι με τη Χρύσα. Σήμερα δεν έχει στούντιο. Ούτε κανένα ραντεβού για συναυλία. Σάββατο είναι. Πω πω… πώς τον στεναχωρούσαν καμία φορά τα επαγγελματικά ραντεβού. Κανείς δεν νοιαζόταν για τη μουσική, μόνο για τις εισπράξεις. Και στον δήμο που είχε πάει να τους προτείνει να κάνουν καμιά συναυλία στις γειτονιές στο Κερατσίνι, ούτε που τον είχαν ακούσει. Σιγά μην ασχολιόντουσαν και με τους «ράπερ». Αν ήταν τουλάχιστον σε κάποιο κόμμα… κάποιος να έλεγε καμιά καλή κουβέντα γι’ αυτόν. «Κόμματα; Αστεία πράγματα. Το κόμμα του ήταν τα παιδιά που έπαιζαν τις ίδιες μουσικές», μονολογεί η Χρύσα. «Ελεύθερος άνθρωπος, αναρχικός, αλλά όχι σε ομάδες και ομαδούλες». Στις τελευταίες εκλογές άλλωστε δεν ψήφισε. «Ούτε κάρτα ανεργίας δεν είχε βγάλει, για να μην μπει στο σύστημα», λέει η Μάγδα. «Δεν είμαι δεδομένος πολίτης κανενός / κι αφενός δεν σε φοβάμαι κι αυτό είναι γεγονός» που λέει και στο τραγούδι του.

Στις διαδηλώσεις, πάντως, κατεβαίνανε. Αλλά αν έπεφτε ξύλο έφευγε ή καθόταν με τους κολλητούς του απέναντι από τους «απέναντι». Δεν την μπορούσε τη βία. Εκεί κάποτε του είχε έρθει η ιδέα με τα περιστέρια. Και είχαν ψάξει όντως να βρουν έναν κουλουρά να πάρουνε σουσάμι να το πετάξουνε στον αέρα να μαζευτούν όλα τα πετεινά του ουρανού, να σκορπίσουν τα δακρυγόνα και οι μολότωφ. Σας έλεγα όμως για τον Δήμο. Που αποφάσισε να δώσει το όνομά του στην Τσαλδάρη ή σε μια πλατεία ή σε κάποιον άλλον δρόμο. Ο Παύλος θα γέλαγε με όλες αυτές τις μετά θάνατον παράτες. Όλοι αντιφασίστες και όλοι ράπερ. Ξέρω, δεν μου πέφτει λόγος αλλά αν είναι να πουν «Παύλου Φύσσα» έναν δρόμο, μάλλον πρέπει να ‘ναι το στενάκι που έβγαινε η μάνα του και τον περίμενε και όχι ο δρόμος που τον μαχαίρωσαν. Τέλος πάντων, μόλις που πρόλαβαν το λεωφορείο, από Πέτρου Ράλλη αυτή τη φορά. Περιβολάκι και από εκεί σε πέντε λεπτά ποδαράτοι στην πλατεία Μέμου, στο καφέ του Θανάση. Φραπέ σκέτο και τάβλι με τον Γιάννη. Ίσως και να περνούσε ο Γιώργος, ο Σταμάτης, ο Μανώλης. Η Αργυρώ να δει τη Χρύσα. Στα πηγαδάκια τους είχε δώσει στίχους να πορεύονται. «Λέω πάντα την αλήθεια, δεν τα φοράω τα παντελόνια από συνήθεια» ή «αγάπα, αδελφέ μου, κι ας το φοβάσαι» – αν πήγαινε η κουβέντα στα ερωτικά. Θα γέλαγαν; Θα είχαν όρεξη για μπύρες; Τον Οκτώβρη εύκολα μελαγχολείς το σούρουπο. «Ξεκολλήστε! Κανένα ραπ θα γράψουμε; Άντε, πάμε». Στο σπίτι του Νίκου στο Χατζηκυριάκειο ή στο δωμάτιο του Χρήστου στην Αμφιάλη. Λεφτά δεν παίζανε οπότε εκεί γινόντουσαν οι πρόβες, εκεί και οι αυτοσχεδιασμοί, στα δωμάτια των φίλων τους.

«Δυο φτερά από γέννα πάνω στο σώμα μου ραμμένα
που δυστυχώς φτερουγίζουν μόνο μέσ’ απ’ την πένα…».

Comments are closed.