Αρνηθήκαμε ακόμη και το debate, στο οποίο θα μπορούσαμε να αναδείξουμε τις ανεπάρκειες του Τσίπρα
Σημεία ομιλίας Ντόρας Μπακογιάννη στην Πολιτική Επιτροπή
“Σε μια κρίσιμη καμπή για την Ελλάδα, πραγματοποιούμε τη σύνοδο της Πολιτικής Επιτροπής του κόμματος, που είναι το πρώτο βήμα για να δώσουμε φωνή και ρόλο στη μαχόμενη βάση της Νέας Δημοκρατίας. Θα ήθελα από το βάθος της καρδιάς μου να σας ευχαριστήσω που είστε σήμερα εδώ. Να σας ευχαριστήσω γιατί όλοι εσείς, ως στελέχη της παράταξης στην κοινωνία, αντέξατε. Να σας ευχαριστήσω για τον αγώνα που κάνατε στους χώρους δουλειάς, στις πόλεις και στα χωριά όλης της χώρας, στις γειτονιές, στα πανεπιστήμια και τα τεχνολογικά ιδρύματα, στην αυτοδιοίκηση. Γιατί όλοι εσείς, αυτά τα δύσκολα χρόνια, στηρίξατε την κυβέρνηση. Βάλατε πλάτη για να κρατήσει η Νέα Δημοκρατία τη χώρα όρθια, να την κρατήσει στο ευρώ. Η συμβολή σας ήταν σημαντική και καθοριστική. Και γι’ αυτό σας ευχαριστούμε.
Σήμερα ξεκινάμε έναν ουσιαστικό διάλογο για τη μελλοντική πορεία της παράταξης. Το κόμμα μας έχασε το στοίχημα της κοινωνικής εμπιστοσύνης και υπέστη μία σημαντική και μεγάλη εκλογική ήττα από το ΣΥΡΙΖΑ.
Μετά τις εκλογές, η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση. Και όλα δείχνουν ότι πάνε προς το χειρότερο.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ κυβερνά χωρίς σχέδιο. Με ισχυρές ιδεοληψίες και εμμονές, με μεγάλη δόση άγνοιας και με επικοινωνιακά παιχνίδια προσπαθούν να δικαιολογήσουν την ακύρωση των προεκλογικών τους υποσχέσεων. Οι περισσότεροι υπουργοί έχουν άρνηση της πραγματικότητας. Ξοδεύουν χρήματα που δεν έχουν. Προχωρούν σε μέτρα που δεν εφαρμόζονται. Αγνοούν τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η ίδια η κυβέρνησή τους.
Μ΄ αυτά και μ’ εκείνα, φτάσαμε στο σημείο η χώρα να ξεμείνει από λεφτά. Η κυβέρνηση δείχνει να μη συνειδητοποιεί τι συμβαίνει. Είναι εκτός τόπου και χρόνου. Αντιμετωπίζει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς με επιπολαιότητα. Ο ένας υπουργός απευθύνεται στους εταίρους μιλώντας για πόλεμο. Ο άλλος απειλεί την Ευρώπη με τους τζιχαντιστές και ο τρίτος σχεδιάζει να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή με ερασιτεχνισμούς.
Η κυβέρνηση, αντί να σοβαρευτεί και να προχωρήσει σε μια δύσκολη διαπραγμάτευση για πραγματικές μεταρρυθμίσεις, πηγαίνει στο Eurogroup με φαιδρότητες και προχειρότητες. Αδιαφορεί για το μεγάλο αδιέξοδο που διαμορφώνεται για τους ανέργους, τις επιχειρήσεις, τους μισθωτούς. Δεν κάνει τίποτα για να πάρει τα 7,5 δισεκατομμύρια που προβλέπονται και διατίθενται από το πρόγραμμα για την Ελλάδα. Αντιθέτως, διεκδικεί να αυξήσει τον εσωτερικό δανεισμό της οικονομίας, που είναι ακριβότερος. Έτσι στεγνώνει την αγορά από ρευστότητα. Συγκρούεται για το θέμα αυτό ο κ. Τσίπρας με την ΕΚΤ και χάνει πολύτιμο χρόνο, ενώ θα έπρεπε να κινείται γρήγορα για να μπορέσει η Ελλάδα να ενταχθεί από τον Ιούνιο στο πρόγραμμα πιστωτικής επέκτασης που έχει ανακοινώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι βλέπω μια κυβέρνηση που μπαίνει στην ψυχολογία του Σπάρτακου. Ψυχολογία που πρέπει οπωσδήποτε να αποφύγουμε, αν δεν θέλουμε ο ελληνικός λαός να πληρώσει με αίμα και δάκρυα.
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να επιχαίρει.Η καταστροφή της χώρα δεν αποτελεί δικαίωση για κανέναν. Αντιθέτως, όλα αυτά επιβάλλουν την ταχύτατη ανασυγκρότηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ως ισχυρού πυλώνα της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας. Η Νέα Δημοκρατία, θα πρέπει να είναι έτοιμη να συμβάλλει στη σταθερότητα και τη σωτηρία της χώρας.
Επιβάλλεται άμεσα να αναληφθούν πρωτοβουλίες που να οδηγούν στην ανανέωση. Αυτό προϋποθέτει τόλμη και θάρρος.
Η Νέα Δημοκρατία, μετά την πανστρατιά των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων που συγκροτήθηκε τον Ιούνιο του 2012 και την ευρωπαϊκή στροφή της, πέτυχε να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της Ελλάδας. Παραμείναμε στο ευρώ, μπήκε δημοσιονομική τάξη, πετύχαμε πλεονάσματα στην οικονομία, προχωρήσαμε σε μεταρρυθμίσεις, παρά τα εμπόδια που συχνά έθετε το ΠΑΣΟΚ. Η κυβέρνηση έκανε έργο και αυτό το αναγνωρίζουμε όλοι στον Πρόεδρο. Εμφανίστηκαν, όμως, επαναλαμβανόμενες αδυναμίες και ανεπάρκειες.
Πρώτον: Σε πολλές περιπτώσεις, όλη αυτή την περίοδο, αρνούμασταν τον εαυτό μας και την πολιτική μας. Πολλές φορές αλληθωρίζαμε προς την ακροδεξιά, επιλέγοντας πρόσωπα και πολιτικές από τον λαϊκιστικό εθνικιστικό χώρο, γυρίζοντας την πλάτη στο μεσαίο χώρο. Και βεβαίως δεν ήταν η πολιτική μας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας ή η πολιτική μας για την τάξη και την ασφάλεια. Ηταν όμως οι πολιτικές που έγιναν με χ,ψ,ω “Μπαλτάκους”.
Το αντιμνημονιακό μέτωπο που στήθηκε το Μάιο του 2010, επειδή εγκαταλείφτηκε αιφνιδιαστικά, όταν η Νέα Δημοκρατία αναγνώρισε την πραγματικότητα στηρίζοντας την κυβέρνηση Παπαδήμου, σκίαζε πάντα την πορεία της κυβέρνησής μας. Όλη αυτή την περίοδο, ως εκκρεμές, αλλάξαμε τέσσερις φορές την ρητορική μας, με αποτέλεσμα η κοινωνία και οι πολίτες να αδυνατούν να μας παρακολουθήσουν. Αυτές οι παλινωδίες δημιούργησαν και ενίσχυσαν δύο ακραία λαϊκιστικά κόμματα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.
Δεύτερον: Υπήρξαν κυβερνητικές επιλογές που μας αποξένωσαν από μεγάλες κοινωνικές ομάδες που ήταν και είναι παραδοσιακά η ραχοκοκαλιά της κεντροδεξιάς παράταξης. Ο ΕΝΦΙΑ και ο επικοινωνιακός τρόπος με τον οποίο τον χειριστήκαμε, και οι οριζόντιες φορολογικές επιβαρύνσεις , μας έφεραν απέναντι σε πολλές κατηγορίες επαγγελματιών, επιστημόνων, μισθωτών, αγροτών που ήλπιζαν ότι η δική μας κυβέρνηση θα έβαζε ένα τέλος στο γαϊτανάκι που είχε ξεκινήσει το ΠΑΣΟΚ και θα αναζητούσε πόρους από την ανάπτυξη και την μειωμένη φορολογία.
Τρίτον: Υποτιμήσαμε κρίσιμες πολιτικές παραμέτρους, όπως ήταν οι εκλογές της αυτοδιοίκησης στα μεγάλα αστικά κέντρα και τις Περιφέρειες της Αττικής και της Κεντρικής Μακεδονίας. Ακολουθήσαμε μια αυτοκαταστροφική πολιτική που δεν είχε καμία λογική. Πληγώσαμε σε τοπικό επίπεδο την παράταξη, χάσαμε δυνάμεις και κυρίως αφήσαμε χώρο στο ΣΥΡΙΖΑ. Αναρωτιέμαι ακόμη και σήμερα ποιος και γιατί αποφάσισε τη στρατηγική μας στην Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας ή στο Δήμο Αθηναίων που οδήγησε σε τοπικό διχασμό;
Τέταρτον: Σε κεντρικό επίπεδο, από την προεκλογική μας τακτική στις ευρωεκλογές, φάνηκε να υποκύπτουμε στο σαράκι του λαϊκισμού. Αρχίσαμε να σκίζουμε τα μνημόνια και σιγά-σιγά, υιοθετώντας τη ρητορική Τσίπρα, φτάσαμε με σπασμωδικές διακηρύξεις στο «φεύγει το ΔΝΤ». Δεν υπερασπιστήκαμε τις επιλογές μας. Στην πολιτική έχει αποδειχθεί πολλές φορές ότι, αν υιοθετήσεις τις θέσεις και τα επιχειρήματα του αντιπάλου, οι ψηφοφόροι στο τέλος ψηφίζουν εκείνον. Αυτό συνέβη και με μας. Μετά τις ευρωεκλογές, η ροπή προς το λαϊκισμό και ο φόβος του πολιτικού κόστους κυριάρχησαν.
Πέμπτον: Στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο,αφήσαμε την κυβερνητική πολιτική και το έργο που είχε γίνει «ορφανό». Αρνηθήκαμε ακόμη και το debate, στο οποίο θα μπορούσαμε να αναδείξουμε τις ανεπάρκειες του κ. Τσίπρα.
Έκτον: Αδιαφορήσαμε όλη αυτή την περίοδο για το κόμμα, για τους ανθρώπους που στις τοπικές κοινωνίες μας στήριζαν. Η λειτουργία των οργάνων, η εσωκομματική δημοκρατία και η συλλογικότητα είχαν καταστεί έννοιες υπό διωγμό. Δεν έγιναν ούτε τα αυτονόητα, όπως για παράδειγμα να συγκληθεί προεκλογικά – τότε θα ήταν χρήσιμη – μια Εθνική Συνδιάσκεψη για να σηματοδοτηθεί η πανστρατιά.
Σήμερα τα πράγματα αλλάζουν. Η Ελλάδα πέρασε σε άλλη εποχή. Γύρισε σελίδα. Αυτό σημαίνει ότι η Νέα Δημοκρατία πρέπει να αλλάξει. Να τολμήσουμε αλλαγές σε όλους τους τομείς. Σε προτάσεις, ιδέες και πρόσωπα. Χρειάζεται να αποκαταστήσουμε την επικοινωνία με εκείνους που μας γύρισαν την πλάτη. Με τους παραγωγικούς Έλληνες,με τη νεολαία.
Η εμπειρία των τελευταίων μηνών στην κυβέρνηση δείχνει ότι η ατολμία δεν φέρνει τη νίκη. Η Νέα Δημοκρατία πρέπει να μιλήσει με σύγχρονο τρόπο. Αυτό πρέπει να κάνουμε και σήμερα, να γίνουμε πιο τολμηροί. Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να αυτοπεριοριστεί στα όρια ενός κόμματος περιθωρίου. Χρειάζεται να κάνουμε βαθιά, γενναία και ειλικρινή αυτοκριτική. Με θάρρος για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε μπροστά. Για να διευρύνουμε την απήχησή μας και προς τα δεξιά, αλλά και προς το κέντρο, διότι πρωτίστως εκεί χάθηκαν οι εκλογές. Αυτό προϋποθέτει να προχωρήσουμε στον πολιτικό επαναπροσδιορισμό του κόμματος. Να επανακαθορίσουμε, την ιδεολογική ταυτότητα και το πολιτικό μας στίγμα.
Η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να είναι ανάδελφη στο καινούργιο σκηνικό που δημιουργείται. Δεν μπορεί να μην είναι θεσμικός συνομιλητής όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, ιδίως σ’ αυτή την κρίση. Πιστεύω σ’ αυτήν την παράταξη. Πιστεύω στο μαχόμενο Νεοδημοκράτη που έμαθε να ελπίζει, να παλεύει, να νικάει. Για να προχωρήσουμε, λοιπόν, πιστεύω ότι χρειάζεται η σύγκληση ανοικτού Έκτακτου Συνεδρίου.
Σήμερα ακούγοντας τον πρόεδρο της ΝΔ κατάλαβα γιατί δεν το θέλει. Κάνει λάθος όμως. Κύριε πρόεδρε μην το φοβάστε το έκτακτο Συνέδριο. Το Συνέδριο είναι η φωνή της βάσης με απόφαση. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά από τα άλλα τα οποία συζητάμε. Άκουσα Νομαρχιακές συνελεύσεις, θα ακούσουμε τη βάση με ανοιχτά αυτιά, με ανοιχτή καρδιά. Ομως τα κόμματα έχουν μερικά “ελαττώματα”. Ψήφο έχει μόνο το συνέδριο. ‘Αρα ένα συνέδριο όπου θα προσέλθουν αιρετά μέλη, θα προσέλθει όλη η ιστορία της ΝΔ με τους βουλευτές της, η ΟΝΝΕΔ, η ΔΑΚΕ, οι πάντες, αυτοί που είναι σήμερα η καρδιά και η ψυχή της ΝΔ θα αποφασίσει με την ψήφο της. ‘Ακουσα τον πρόεδρο ότι ανησυχεί ότι μπορεί να τεθεί θέμα ηγεσία στο Συνέδριο. ‘Ακουσα τον πρόεδρο ο οποίος πιστεύει ότι η διαδικασία προς το Συνέδριο θα μεταβληθεί σε εσωστρέφεια. Εδώ θέλω να ξεκαθαρίσω ένα πράγμα, δεν πίστευα ποτέ ότι ο εσωκομματικός διάλογος είναι εσωστρέφεια, αντίθετα πιστεύω ότι είναι οξυγόνο και δύναμη”.