Βία µε καµουφλάζ σος βινεγκρέτ

Προσφορά στο παγκόσµιο βλέµµα ένας Μαραθώνιος – αφιέρωµα στη µνήµη της µάχης που έγινε σύµβολο του πολιτισµού, ενώ το «κοντινό πλάνο» σε τηλεµάχες αφιερωµένες όλες στη σύγχρονη βαρβαρότητα
Ποια µάχη του Μαραθώνα. Της κουτάλας. Πέφτουν το ένα µετά το άλλο κορµιά στις τηλεοπτικές κουζίνες. Τα δάκρυα των διαγωνιζόµενων µαγείρων έτρεξαν ποτάµι για την αποτυχία µιας βινεγκρέτ. Είναι το σύνθηµα για να «φαγωθεί» ο απρόσεκτος, ο «ανίκανος». Και αν απορούν πολλοί γιατί τόσο σουξέ όλο αυτό, είναι απλό. Πρόκειται για καµουφλαρισµένη την κορυφαία µάχη του πολιτισµού. Γιατί πολιτισµός είναι το σύστηµα που θέλει να ψήνουµε ό,τι τρώµε και δεν τρώµε τον διπλανό µας. Τα ριάλιτι προσφέρουν τον ίδιο τον µάγειρα για «φάγωµα». Ευφυές!

n Μάχη για το καλύτερα σερβιρισµένο κρέας και στο «Νext top model».

Υποψήφιες µοντέλες έπαιρναν µαθήµατα «αυτοπεποίθησης» για την καριέρα τους σαν άψυχες κρεάτινες κούκλες παρελαύνοντας τα γυµνούλικα, λιπόσαρκα κορµάκια τους µπροστά σε παρατεταγµένους άντρες µε τις φόρµες της σκληρής δουλειάς.

Μια αποθέωση του φτηνού στερεότυπου ταινιών πορνό, που θέλει την µπρουτάλ αρσενική «λιγούρα» να ευδοκιµεί σαν ζαρζαβατικό θερµοκηπίου σε χώρους σκληρής δουλειάς και να ξεσπάει ασυγκράτητη τάχα! στη θέα της γυναικείας γύµνιας, που προσφέρεται εν είδη κολατσιού στο διάλειµµα.

Δυο κοριτσάκια αρνούνται να γδυθούν και να παρελάσουν µε τα εσώρουχα. Η τιµωρία έρχεται αµείλικτη από τον επόπτη της µοντελικής «υγειονοµικής» υπηρεσίας, «κρέας ακατάλληλο» για την αγορά: «Από µένα στο εξής θα έχετε πάντα αρνητική βαθµολογία». Α! ναι, τέτοιο «µικρόβιο» στο κρέας είναι επικίνδυνο για µαζικές επιδηµίες, σύµφωνα µε τους κανόνες της τηλεοπτικής κοινωνικής υγιεινής.

n Τηλεοπτικό «κερασάκι» σε αυτό το πανηγυρικό όργιο των λυσσωδώς µαχόµενων ανθρώπινων τηλεπροϊόντων, η πρεµιέρα του «Χ Factor» στον Αnt1. Ενα µπενχουρικό συνονθύλευµα από δείγµατα τραγουδιών και τραγουδιστών. Δεν «χωρούσαν» στο θέαµα ολόκληρα τα τραγούδια. Προηγούνταν τα σχόλια της υπερφωτογενούς κριτικής επιτροπής, που είχε πρεµούρα να κρατήσει τα πρωτεία στη µεσηµεριανάδικη αναπαραγωγή των στιγµιότυπων τις επόµενες ηµέρες: «Κοίτα να δεις τι θα πω και θα το παίζουν αύριο όλες οι εκποµπές» (Θεοφάνους), «όχι, αυτό που θα πω εγώ θα παίζουν» (Μουρατίδης) και πάντα στον ρόλο της «γεφυροποιού» των τηλεδιαφορών η Γκαγκάκη «εγώ θα βγω στης Τατιάνας και θα τα πω».

Εξ ου και τα διαγωνιζόµενα τραγουδιστικά «πακετάκια» βγήκαν σε συσκευασία «µεζέ». Ειδοποιός διαφορά από παλαιότερα «Χ Factor» ότι απουσίαζε η µέχρι πρότινος έµφαση στην αισθητική της «πίστας». Φανερό ότι περνά κρίση το είδος. Προτιµήθηκαν φατσούλες νεανικές. Μακριά µαλλιά, ροκάδικες αναφορές, συγκροτηµατάκια, κιθάρες, διασκευές τραγουδιών του Sakis, ολίγη από Πρωτοψάλτη, φυσικά Χατζηγιάννης. Στη σκηνή τα µπρογεράκια του 2010, δυο αδελφές (16 και 19 ετών) µε τα φουρό και τις καρό καλτσούλες, µια φρέσκια «Καλοµοίρα» µε τα αστεία ελληνοαµερικανικά της, αλλά καλύτερη φωνή.

Τρεις ώρες µπες – βγες. Ενα υπερθέαµα από το οποίο µόνο η νύστα ως υγιής αντίδραση του ανοσοποιητικού µάς προστάτεψε από την κοπιαστική µέχρι επικίνδυνη για κρίση επιληψίας από τη φουριόζα εναλλαγή πλάνων – προσήλωση στην οθόνη.

Και η αληθινή Μάχη του Μαραθώνα

Το εξαιρετικό αφιέρωµα στη «Μάχη του Μαραθώνα» που πρόβαλε ο Σκάι το ίδιο βράδυ ήταν το τηλεοπτικό «δώρο» στον επίµονο τηλεθεατή. Συναρπαστικό. Ως περιεχόµενο, παραγωγή και αποτέλεσµα. Μια αφήγηση της µάχης, της στρατηγικής, της πολεµικής τέχνης του Μιλτιάδη, αλλά και των πολιτικών και γεωστρατηγικών προεκτάσεων εκείνης της σύγκρουσης που σφράγισε την κατοπινή ιστορία των σχέσεων Ανατολής και Δύσης. Με τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας, όπως είχε γίνει στην ταινία οι «300», η αναπαράσταση στιγµών της µάχης, του εξοπλισµού των πολεµιστών, της φιγούρας του Μιλτιάδη, των στρατηγών, των Περσών. Ξένοι καθηγητές αφηγούνταν λεπτό προς λεπτό την εξέλιξη των γεγονότων. Χάρτες και βέλη έδειχναν τις πιθανές διαδροµές των στρατευµάτων, την προσπάθεια του Μιλτιάδη να πείσει τον Καλλίµαχο να ψηφίσει υπέρ της µάχης, που τελικώς έγινε χάρη στη δική του θετική ψήφο. Οι περιγραφές για το περίφηµο «όπλον», την κυκλική και κοίλη άθραυστη ασπίδα των ελλήνων πολεµιστών, το δόρυ που είχε µήκος 2 µέτρα, για την πρωτοφανή µέθοδο επίθεσης, όπου οι αθηναίοι οπλίτες µε τον ασήκωτο εξοπλισµό άλλαζαν σχηµατισµό τρέχοντας εναντίον του εχθρού, αλλά και για τους πολιτικούς λόγους της σύγκρουσης. Ολα στον ρυθµό ενός κινηµατογραφικού θρίλερ, που έδινε την αίσθηση στον θεατή ότι γινόταν αυτόπτης µάρτυρας της ιστορίας. Μιας ιστορίας, που όταν δεν την ακρωτηριάζει η πολιτική εκµετάλλευση έχει το µήνυµα σπουδαίο και ακέραιο. Το υπογραµµίζει έξοχα ο Καστοριάδης («Η ελληνική ιδιαιτερότητα», Εκδ. Κριτική) αναφέροντας το παράδειγµα της επιτύµβιας στήλης στον τάφο του Αισχύλου.

Ούτε λέξη για το κλέος των γραπτών του («Ορέστεια», «Προµηθέα»), αλλά µοναδικό στίγµα της προσωπικότητάς του, ότι συµµετείχε στη Μάχη του Μαραθώνα. Ηταν µεγαλύτερη η σηµασία του ανήκειν στην πόλη, η σηµασία της αλληλεγγύης µέσα στο σώµα των πολιτών. Ηταν ο πολιτισµός απέναντι στον κανιβαλικό ανταγωνισµό.

Της Πόπης Διαμαντάκου από τα ΝΕΑ

Comments are closed.