Στο «σχολειό» της κοινωνίας

Συνδετική ύλη του µωσαϊκού των «φυλών της Αθήνας» είναι η εκπαίδευση στη συνύπαρξη, που έχει για όλες τις πλευρές «αθέατες» παγίδες
Παράδειγµα 1ον: Σε κατάσταση χουλιγκάνικου σεληνιασµού το κοινό του µπιγκµπραδερικού ριάλιτι τις προάλλες ούρλιαζε κατόπιν προτροπής της παρουσιάστριας Ρούλας Κοροµηλά «Αγαπηµένη µου-Νάρα». Εκείνη, µετανάστρια εκ Βραζιλίας, χορεύτρια σε νυχτερινά κέντρα, γελούσε, χαρούµενη ενδεχοµένως που το χυδαίο υπονοούµενο εκ της συναιρέσεως του κτητικού µε το όνοµά της τής εξασφάλιζε τουλάχιστον θέση περίοπτη στο τηλεοπτικό σόου.

Παράδειγµα 2ον: Αγιος Παντελεήµων. Συσσίτιο της Αρχιεπισκοπής. Χαρούµενες κυρίες σε µια κουζίνα που αστράφτει ανακατώνουν τις κατσαρόλες και ετοιµάζουν τα πιάτα που θα προσφέρουν στους φτωχούς µετανάστες της περιοχής. Μιλούν στον φακό του Σύλλα Τζουµέρκα για το ντοκιµαντέρ του «Κρυφά σχολειά» (ΝΕΤ). «Ανθρωποι είναι και αυτοί. Πεινούν, δεν είναι και γύφτοι». Οι ίδιες κυρίες θα πουν πιο κάτω ότι θεωρούν απαράδεκτη τη συµπεριφορά κατοίκων της περιοχής τους που έχουν συµπράξει µε χρυσαυγίτες και επιτίθενται στους µετανάστες.

Οι «αθέατες» νοοτροπίες της δυσανεξίας. Βαθιά ριζωµένες. Και πανίσχυρες. Παραµένουν οι επικίνδυνοι πυρήνες σε µια κουλτούρα που µπορεί να βαυκαλίζεται ότι έχειτη συνείδηση τηςχριστιανικής καλοσύνης ή καµουφλάρεται µε το φανταχτερό γλάσο µιας δήθεν τηλεόρασης – χωνευτήρι των διαφορετικών, αλλά παραµένει προσκολληµένη στα στερεότυπα της διαφοράς και δη της φυλετικής υπεροχής.

Οι κυρίες της Αρχιεπισκοπής στον Αγιο Παντελεήµονα είναι µια από τις «στάσεις» που κάνει το ντοκιµαντέρ του Τζουµέρκα, µέρος της σειράς «Φυλές της Αθήνας» (ΝΕΤ), η οποία φιλοδοξεί να αναδείξει τις κοινωνικές πτυχές αυτού που αποκαλούµε «µεταναστευτικό» όχι ως πρόβληµα αλλά ως καθηµερινότητα της Αθήνας.

Κοµβικό σηµείο η ένταξη. Μέσα από την εκπαίδευση. Μια πτυχή τηςµόνο είναι η σχολική µάθηση της γλώσσας. Η άλλη είναι η ίδια η κοινωνία, τα µίντια, η διαφήµιση, οτρόπος ζωής, ο πλούτος, η µουσική, ο καθηµερινός διάλογος που ανοίγουν οι διαφορετικές κουλτούρες και ο οποίος είναι τόσο πιο βαθύς και στέρεος όσο πιο «ανοιχτοί» στη σύνθεση είναι οι εµπλεκόµενοι.

Ανάµεσα στην ανθρωπιστική αφέλεια ωστόσο και τη µιντιακή αναπαραγωγή των στερεοτύπων, που αποτυπώνουν τον φόβο καικυρίως την υποτίµηση του διαφορετικού, βρίσκεται η πραγµατικότητα και η προσωπική διαδροµή των ίδιων των µεταναστών.

Ο Ηλίας Μαγγάριο έγινε µαθητής στα 62 του. Η Αντζελα από την Αλβανία, µαθήτρια και κοπανατζού «όπως κάνουν όλοι οι συµµαθητές της». Η Κλικ Νγκουέρε είναι νταντά και κεντήστρα από τη Ζιµπάµπουε και αισθάνεται ότι στην Ελλάδα «αναπνέει αέρα». Ο Φατός Μαλάι από τηνΑλβανία έχει επίγνωση ότι η ένταξη είναι δύσκολη και παίρνει χρόνο.Ο Ουσούκα, από το Τόκιο, σεφ, 16 χρόνιαστην Ελλάδα, γνωρίζει µόνο το Κολωνάκι όπου ζει και εργάζεται.

Ανθρώπινες ψηφίδες ενός µωσαϊκού από πολλά και διαφορετικά υλικά, µε συνδετική ύλη το περιβάλλον της Αθήνας και την ανάγκη να επιβιώσουν.

Ενας πολύ διδακτικός πολιτισµός

Η εσκεµµένη απουσία κάθε πολιτικής πτυχής ή άποψης του σκηνοθέτη αφήνει στον θεατή την πρωτοβουλία της επεξεργασίας πολλών, διαφορετικών και εκ πρώτης όψεως αποσπασµατικών στοιχείων. Είναι εκεί και παρατίθενται ωστόσο, από τους χριστιανικούς ευφηµισµούς της φιλιππινέζας µοναχής Μαίρης που έχει το «αγαπάτε αλλήλους» απόλυτο ιδανικό µέχρι τη χαρούµενη φιλανθρωπία των κυριών του Αγίου Παντελεήµονος, ενώ παρεµβάλλονται πλάνα από λόγους του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και µουσικές της Μπρίτνεϊ Σπίαρς, Bach και Carpenter, όλα ως στοιχεία της «εκπαιδευτικής» διαδικασίας του ίδιου παγκόσµιου πολιτισµού.

Της Πόπης Διαμαντάκου από τα ΝΕΑ

Comments are closed.