Μητσοτάκης: Ανοιχτό το θέμα διατίμησης στις μάσκες

Μην κάνετε σπέκουλα με τα σχολεία – Ανοίγουν με σχέδιο

Στις 20 Μαΐου θα εξεταστεί αν θα ανοίξουν τα Δημοτικά

Δευτερολογία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή και στη συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 142Α του Κανονισμού, με αντικείμενο την ενημέρωση του Σώματος για την κυβερνητική πολιτική σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στη χώρα

Αν κατάλαβα καλά κύριε Βαρουφάκη, αυτό το οποίο χρεώνετε στον κύριο Τσίπρα, ήταν ότι δεν επέμεινε πλήρως στη στρατηγική της μεγάλης μπλόφας και έκανε μία εντυπωσιακή κωλοτούμπα, η οποία μας φόρτωσε με το 3ο μνημόνιο, χρεοκόπησε τις τράπεζες και οδήγησε τη χώρα σε μία παρατεταμένη λιτότητα, την ώρα που η παγκόσμια οικονομία πήγαινε πάρα πολύ καλά.

Το τι θα συνέβαινε αν δεν είχε γίνει η περιβόητη κωλοτούμπα δεν θα το μάθουμε ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, το δίδυμο Τσίπρα – Βαρουφάκη απεδείχθη καταστροφικό και τραυματικό για τη χώρα και καλό είναι να θυμόμαστε και να μας θυμίζετε και οι δύο με την παρουσία σας το τι έγινε το πρώτο εξάμηνο του 2015.

Κυρία Πρόεδρε, η ελληνική Κυβέρνηση, στην αρχή τής επιδημιολογικής κρίσης, χρησιμοποίησε για να πείσει τους Έλληνες πολίτες ότι πρέπει να αλλάξουμε τη συμπεριφορά μας, το σύνθημα «Μένουμε Σπίτι». Και πιστεύω ότι είναι ένα σύνθημα, το οποίο οι πολίτες το αγκάλιασαν, το αντελήφθησαν και το υπηρέτησαν. Ακούγοντας την τοποθέτηση του κυρίου Τσίπρα σκέφτηκα ότι θα σας ταίριαζε πάρα πολύ καλά μία διαφορετική εκδοχή του «Μένουμε…»: «Μένουμε ίδιοι».

Ίδιοι και απαράλλαχτοι. Αυτός είναι ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ τον οποίον ακούσαμε σήμερα. Ένα κόμμα το οποίο δεν μπορεί να κάνει καμία ουσιαστική αυτοκριτική. Ένα κόμμα το οποίο δεν έχει το θάρρος να αναγνωρίσει ότι η χώρα πέτυχε κάτι το οποίο ξέφευγε από τα συνηθισμένα. Ένα κόμμα το οποίο δεν έχει το θάρρος να πιστώσει στον ελληνικό λαό αλλά ναι και στην Κυβέρνηση και στο Κράτος -διότι το Κράτος είναι ταυτισμένο με την Κυβέρνηση- το γεγονός ότι έγιναν πράγματα αυτούς τους τελευταίους δύο μήνες τα οποία αν μη τι άλλο στη χώρα μας είναι ασυνήθιστα. Με τη συμπεριφορά αυτή δεν μικραίνετε την Κυβέρνηση, δεν μικραίνετε εμένα προσωπικά, δεν μικραίνετε την εθνική αντιπροσωπεία, μικραίνετε συνολικά τη χώρα.

Θα περίμενα σήμερα στον τόνο σας και στον τρόπο σας μεγαλύτερη γενναιότητα και αναγνώριση αυτού του οποίου πέτυχε η χώρα στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Χρησιμοποιήσατε τον όρο «αυτονόητο». Όλα αυτά τα οποία έγιναν τους τελευταίους δύο μήνες ήταν περίπου αυτονόητα. Και σωστά -θα πω εγώ, το έχω κάνει και εγώ πολλές φορές στο λόγο μου- αποδώσατε πρωτίστως τα εύσημα στον ελληνικό λαό, ο οποίος συμμορφώθηκε απόλυτα με τις υποδείξεις των ειδικών και της πολιτικής ηγεσίας, επέδειξε πνεύμα αλληλεγγύης. Δέχθηκε ο Έλληνας πολίτης μία σημαντική έκπτωση στις ατομικές του ελευθερίες για να υπηρετήσει το συλλογικό καλό. Και το μεγάλο ευχαριστώ ανήκει πρωτίστως στους Έλληνες πολίτες.

Αλλά όχι, κύριε Τσίπρα, τίποτα από αυτά τα οποία έγιναν τους τελευταίους δύο μήνες δεν ήταν αυτονόητο. Δεν ήταν αυτονόητο ότι πήραμε μία απόφαση πριν έχουμε το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα, παραδείγματος χάριν να ακυρώσουμε τις εκδηλώσεις του καρναβαλιού στην Πάτρα.

Δεν ήταν αυτονόητο ότι τολμήσαμε πολύ νωρίτερα από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες να κλείσουμε σχολεία, να κλείσουμε καταστήματα, να επωμιστούμε ένα μεγάλο οικονομικό κόστος διότι βλέπαμε αυτό το οποίο συνέβαινε. Δεν ήταν αυτονόητο το γεγονός ότι καταφέραμε και οικοδομήσαμε ένα ενιαίο μήνυμα, το οποίο επικοινωνήσαμε στους πολίτες και οι πολίτες άκουσαν αυτό το μήνυμα μ’ ένα τρόπο ουσιαστικό. Δεν ήταν αυτονόητο ότι σε 48 ώρες το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής κατάφερε και έφτιαξε μια εφαρμογή με SMS για να μπορούν οι πολίτες να μη χρησιμοποιούν μόνο το χαρτί αλλά να χρησιμοποιούν και τα μηνύματα για να μπορούν να επικοινωνούν τους λόγους τους οποίους επικαλούνται για να βγουν από το σπίτι. Δεν ήταν αυτονόητο ότι μέσα στην κρίση έγιναν τεράστια ψηφιακά άλματα, όπως η άυλη ηλεκτρονική συνταγογράφηση. Αν ήταν τόσο αυτονόητα, γιατί δεν τα είχατε κάνει εσείς τόσο καιρό;

Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αυτονόητο. Και αν συγκρίνετε την απόδοση της Ελλάδος με άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα διαπιστώσετε ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία -στην οποία συγκυβερνά κόμμα με το οποίο είστε αδερφό, οι περιβόητοι Podemos- καθυστέρησαν πάρα πολύ στη λήψη αυτών των αποφάσεων για λόγους τους οποίους ενδεχομένως να γνωρίζετε καλύτερα και το αποτέλεσμα είναι αυτό το οποίο βλέπουμε σήμερα.

Θα αποδώσω πρώτος και πρώτα τα εύσημα στον ελληνικό λαό. Αλλά δεν πρόκειται να δεχθώ ότι η αντιμετώπιση της κρίσης από την Κυβέρνηση και από τον κρατικό μηχανισμό ήταν περίπου προδιαγεγραμμένη ωσάν να ήταν στον αυτόματο πιλότο. Διότι φαντάζομαι, κύριε Τσίπρα, ότι και εσείς έχετε ακούσει τους ψιθύρους στην κοινωνία, αυτό το οποίο λέγεται υπόγεια αλλά συχνά και φωναχτά: Τι θα γινόταν αν; Τι θα γινόταν αν; Αν θα ήταν έτσι τα πράγματα. Δεν θα το μάθουμε ποτέ, ευτυχώς θα έλεγα εγώ. Άρα, παρακαλώ πολύ, καταλαβαίνω ότι ο λόγος σας μερικές φορές είναι καθρέφτης της πολιτικής σας αμηχανίας αλλά λίγη παραπάνω αναγνώριση αυτής της μεγάλης προσπάθειας, η οποία έγινε όχι από την Κυβέρνηση, από το κράτος συνολικά, νομίζω ότι θα ταίριαζε πιο πολύ με αυτό το οποίο σήμερα αισθάνονται οι Έλληνες πολίτες.

Δεν θέλω να αφήσω ασχολίαστες δυο αναφορές που μου έκαναν εντύπωση. Η μία είναι η χρήση της λέξης «ολοκληρωτισμός». Θα απευθυνθώ εδώ και στον Πρόεδρο της Βουλής ο οποίος ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την Ιστορία αλλά και σε άξια στελέχη της κεντροαριστεράς που νομίζω ότι έχουν επίγνωση της σημασίας των λέξεων. Όταν χρησιμοποιείται η λέξη «ολοκληρωτισμός» στην βιβλιογραφία της πολιτικής επιστήμης αυτή αναφέρεται σε πολύ συγκεκριμένα καθεστώτα. Στη ναζιστική Γερμανία, σε αυτά τα οποία έκανε ο Στάλιν, στη Βόρεια Κορέα ενδεχομένως. Να είμαστε λίγο προσεκτικοί σε αυτή την αίθουσα όταν χρησιμοποιούμε λέξεις με τόσο μεγάλο φορτίο. Δεν τιμούν ούτε τη Δημοκρατία μας, ούτε τη μεγάλη προσπάθεια την οποία όλοι κάνουμε, σε αυτή την εδώ πέρα την αίθουσα, για να μπορέσουμε όπου μπορούμε -και άκουσα με πολύ μεγάλη προσοχή όλους τους πολιτικούς Αρχηγούς- να βρίσκουμε έναν κοινό τόπο και ένα κοινό πεδίο συνεννόησης, διότι αυτό απαιτεί η κοινωνία. Εάν αυτή την στιγμή επανέλθουμε σε έναν λόγο ο οποίος -είναι προσωπική μου εκτίμηση, ενδεχομένως να κάνω λάθος- εκπέμπει μια αντίληψη ότι περίπου θα σας περιμένουμε στην γωνία στην πρώτη αστοχία, όταν θα αποτύχετε να σας πυροβολήσουμε -αυτό κατάλαβα εγώ, μπορεί να κατάλαβα λάθος αλλά στο κάτω-κάτω δεν είμαι εγώ ο τελικός κριτής- όταν αντιμετωπίζουμε μια τεράστια υγειονομική και οικονομική κρίση δεν υπηρετούμε αυτό το νέο κλίμα το οποίο θέλουμε να χτίσουμε. Σε κάθε περίπτωση η προσωπική μου άποψη είναι ότι η κοινωνία έχει φύγει πολύ μπροστά από αυτές τις λογικές και όποιος επιλέξει να ακολουθήσει έναν τέτοιο λόγο απλά θα είναι εκτός εποχής.

Έρχομαι τώρα σε μια σειρά από συγκεκριμένες επισημάνσεις. Θα ξεκινήσω πρώτα με τα υγειονομικά και στη συνέχεια θα πάω στα ζητήματα που αφορούν στην οικονομία. Τεστ, μάσκες, σχολεία. Τρία ζητήματα τα οποία απασχόλησαν τον δημόσιο διάλογο και έγιναν και αντικείμενο συζήτησης. Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι η κυβέρνηση αυτή από την πρώτη στιγμή υπηρέτησε μια πολιτική η οποία λάμβανε πάρα πολύ σοβαρά υπόψη της τα επιστημονικά δεδομένα. Αυτό κάναμε από την αρχή, αυτό εξακολουθούμε να κάνουμε και τώρα. Θα επισημάνω, βέβαια, ότι σε αντίθεση με τα δόγματα και με τους μάγους, η επιστήμη δεν κατέχει το αλάθητο, ούτε θεωρεί ότι πάντα αυτό το οποίο λέει είναι εξ ορισμού ορθό. Ενδεχομένως κάτι το οποίο μπορεί να λέει η επιστήμη να έρθουν άλλα δεδομένα στην συνέχεια και να το αμφισβητήσουν. Εξ ου και για πολλές δύσκολες επιλογές τις οποίες πρέπει να πάρουμε δεν υπάρχει πάντα και παντού απόλυτη συμφωνία όλων των επιστημόνων.

Δεν αντιμετωπίζουμε μόνο εμείς αυτό το πρόβλημα. Το αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες του κόσμου, οι οποίες δρομολογούνε δράσεις σταδιακής αποκλιμάκωσης δραστικών μέτρων τα οποία έχουμε πάρει. Η στρατηγική μας για τα τεστ υποδείχθηκε από την επιτροπή επιστημόνων και, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, είναι μια στρατηγική η οποία επί της αρχής απεδείχθη σωστή. Επιλέξαμε να τεστάρουμε μόνο αυτούς τους οποίους η επιτροπή μας υπέδειξε ότι πρέπει να τεστάρουμε. Ο αριθμός των τεστ προφανώς και την επόμενη μέρα πρέπει να αυξηθεί. Έχουν ήδη γίνει ανακοινώσεις από το Υπουργείο για το πώς θα γίνει αυτό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στα μοριακά τεστ τα οποία μπορούν να διαγνώσουν τον ιό την ώρα που είναι ζωντανός και ενδεχομένως και πριν εκδηλωθούν τα συμπτώματα. Αναφέρομαι και στα σερολογικά, στα ανοσολογικά τεστ, τα οποία μπορούν να μας πουν ενδεχομένως δύο πράγματα: Αν έχεις περάσει τον ιό και έχεις αντισώματα ή ενδεχομένως αν έχεις τον ιό εκείνη τη στιγμή και μπορούν υπό προϋποθέσεις να είναι υποκατάστατα, αλλά όχι με την ίδια ακρίβεια των τεστ μοριακού ελέγχου.

Εμείς κάναμε μία επιλογή ως προς τα τεστ αντισωμάτων: να περιμένουμε λίγο και να μη σπεύσουμε να προμηθευτούμε τεστ αμφίβολης αποτελεσματικότητας και κάναμε καλά. Διότι άλλες χώρες οι οποίες έσπευσαν να το κάνουν διαπίστωσαν ότι βρέθηκαν με τεστ τα οποία δεν είχαν μεγάλη ακρίβεια, με αποτέλεσμα να θέσουν σε αμφιβολία τα ίδια τα δεδομένα τα οποία χρειάζονται οι χώρες αυτές για να ασκήσουν πολιτική. Τώρα που γνωρίζουμε και έχουμε τις συστάσεις της επιτροπής, θα προμηθευτούμε τέτοια τεστ σερολογικά σε μεγάλο αριθμό. Μάλιστα θα είμαστε σε θέση την επόμενη εβδομάδα να ανακοινώσουμε και λεπτομέρειες και αυτό θα γίνει και με δωρεά. Με ιδιωτική δωρεά. Δεν θα επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός για την πρώτη μεγάλη παρτίδα τεστ αντισωμάτων τα οποία θα χρειαστούμε να κάνουμε.

Εν πάση περιπτώσει, όλοι γνωρίζουμε ότι -αυτό ισχύει σε όλες τις χώρες του κόσμου- τα κρούσματα τα οποία έχουν διαγνωστεί επίσημα, είναι πολύ λιγότερα από τα πραγματικά κρούσματα. Το γνωρίζουμε αυτό. Ισχύει σε όλες τις χώρες του κόσμου. Δεν ισχύει μόνο στην Ελλάδα. Και στην Ελλάδα τα πραγματικά κρούσματα είναι πολύ περισσότερα από τα 2.400 κρούσματα τα οποία έχουμε εντοπίσει. Εάν όμως η διάδοση της επιδημίας ήταν πολύ πιο σιωπηλή και πολύ πιο έντονη, αυτό θα το βλέπαμε στα νοσοκομεία μας, στις Εντατικές μας και δυστυχώς στον πιο τραγικό δείκτη απ’ όλους, που είναι ο αριθμός των ανθρώπων οι οποίοι χάνουν τη ζωή τους. Αυτοί είναι οι δείκτες τους οποίους πρέπει να παρατηρούμε. Αυτούς παρατηρούμε και ακριβώς επειδή παρατηρούμε αυτούς τους δείκτες με μεγάλη προσοχή, γνωρίζουμε ότι έχουμε καταφέρει να περιορίσουμε στο ελάχιστο την επιδημία.

Θέλω επίσης να πω ότι η Ελλάδα ήταν και παραμένει μια από τις πολύ λίγες χώρες η οποία εξακολούθησε καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της επιδημίας να κάνει ιχνηλάτηση. Το λεγόμενο contact tracing. Το έκανε η Πολιτική Προστασία και το κάνει πολύ αποτελεσματικά. Πολλές άλλες χώρες, τους ξεπέρασαν τα δεδομένα και δεν μπόρεσαν να το κάνουν. Εμείς θα εξακολουθούμε να το κάνουμε και πράγματι στο contact tracing χρειάζεται να μπορούμε να κάνουμε περισσότερα τεστ. Και πιστεύω ότι γρήγορα, ενδεχομένως εντός του επόμενου μήνα, θα μπορούμε να έχουμε δυνατότητα να κάνουμε και rapid αξιόπιστα τεστ. Το οποίο σημαίνει ότι δεν θα χρειάζεται να περιμένουμε κάποιες ώρες για να έχουμε το αποτέλεσμα, αλλά θα μπορεί ενδεχομένως σε επίπεδο πρωτοβάθμιας φροντίδας το τεστ αυτό να γίνεται και μέσα σε 10 – 15 λεπτά, να έχουμε μία αξιόπιστη, το τονίζω, αξιόπιστη απάντηση. Αυτό λοιπόν όσον αφορά τη στρατηγική των τεστ.

Το τελικό μέτρο επιτυχίας αντιμετώπισης της επιδημίας δεν είναι ο αριθμός των τεστ, είναι οι υπόλοιποι δείκτες για τους οποίους σας μίλησα. Από την πρώτη στιγμή ο στόχος της Κυβέρνησης ήταν ένας: Να περιορίσουμε τον αριθμό των συμπολιτών μας που ταυτόχρονα θα χρειαστεί να έρθουν στα νοσοκομεία μας, θα χρειαστούν Εντατικές. Γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαμε να περιορίσουμε και τις ανθρώπινες απώλειες. Και αυτό είναι κάτι το οποίο το πετύχαμε, είναι κάτι το οποίο αναγνωρίζεται παγκοσμίως. Είναι κατάκτηση για τη χώρα, μετά από 10 χρόνια ταλαιπωρίας, να έχουμε επιτέλους πολλά θετικά δημοσιεύματα για την Ελλάδα.

Δεν δείχνετε ικανοποίηση με αυτό. Εκπέμπετε μία μιζέρια. Λες και αυτό είναι κακό για την πατρίδα μας. Κάνετε λάθος, κύριε Τσίπρα, κάνετε λάθος με αυτή την πολιτική. Είναι καλό για τη χώρα να μπορεί να έχει στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης αποθέματα εμπιστοσύνης αυτή τη στιγμή. Και είναι σίγουρα καλό για την ελληνική κοινωνία. Είναι καλό για τους Έλληνες να αισθάνονται ικανοποίηση και υπερηφάνεια. Είχαμε καιρό να αισθανθούμε αυτά τα συναισθήματα. Και σίγουρα τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Δεν θα διαφωνήσω με τον κύριο Βαρουφάκη σε αυτό. Τα δύσκολα είναι μπροστά μας και η μεγάλη πρόκληση είναι να κρατήσουμε τον πυρήνα αυτών των θετικών συναισθημάτων την ώρα που θα μπαίνουμε με μεγαλύτερη ένταση σε μια βαθιά οικονομική κρίση. Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο. Αλλά αυτή είναι η πρόκληση που τελικά αφορά όλους μας, δεν αφορά μόνο την Κυβέρνηση.

Έρχομαι τώρα στο ζήτημα των μασκών. Κοιτάξτε να δείτε, με τις μάσκες ακολουθήσαμε απόλυτα τις υποδείξεις της υγειονομικής επιτροπής. Όσο ήμασταν κλεισμένοι στα σπίτια οι μάσκες δεν ήταν απαραίτητες. Και τώρα κρίνονται απαραίτητες, και θα το τονίσω αυτό, μόνο ως συμπληρωματικό μέτρο. Το λέει συνέχεια η επιτροπή. Δεν είναι υποκατάστατο για την ατομική υγιεινή, δεν είναι υποκατάστατο για τις αποστάσεις, δεν είναι υποκατάστατο για να μη βήχουμε και να μη φτερνιζόμαστε πάνω στους άλλους. Είναι συμπληρωματικό μέτρο και η επιτροπή έχει εξηγήσει με απόλυτη σαφήνεια πού η χρήση της μάσκας είναι υποχρεωτική και πού η χρήση της μάσκας είναι προαιρετική ή εν πάση περιπτώσει υπάρχει μία αυστηρή σύσταση.

Εν πάση περιπτώσει εγώ ακούω τις συζητήσεις με προσοχή και άκουσα και την κυρία Γεννηματά σε όλη αυτή την επιχειρηματολογία, πρέπει ή δεν πρέπει να πάμε σε διατίμηση. Είναι ένα εύλογο ερώτημα αυτό. Δεν το προσπερνώ. Θέλω να σας πω όμως ότι αντίστοιχη συζήτηση είχαμε -θα το θυμάται και ο Υπουργός- όταν είχαν εντοπιστεί οι πρώτες ελλείψεις στα αντισηπτικά. Επιλέξαμε τότε να μην πάμε σε μία λογική αυστηρής διατίμησης, παρά μόνο να κάνουμε αυστηρές συστάσεις για τον όγκο των αντισηπτικών που μπορούν να πωλούνται στα σούπερ μάρκετ. Τελικά η ίδια η αγορά, με δική μας παρότρυνση και με μεγάλη δική μας διευκόλυνση έλυσε το πρόβλημα. Έχουμε πολύ μεγάλη και σημαντική παραγωγή εγχώριων αντισηπτικών στη χώρα. Υπάρχει απόλυτη δυνατότητα κάλυψης των αναγκών της αγοράς και σε πολύ ανταγωνιστικές τιμές. Πιστεύω ότι το ίδιο θα γίνει και με τις μάσκες. Οι μάσκες έχουν και το επιπρόσθετο πλεονέκτημα ότι έχουν υποκατάστατο. Το υφασμάτινο κάλυμμα για το οποίο μέσα στις επόμενες μέρες θα δοθούν σαφέστατες οδηγίες και με τηλεοπτικά σποτ για το πώς ο κάθε Έλληνας πολίτης θα μπορεί να κατασκευάζει εύκολα ένα υφασμάτινο κάλυμμα και κυρίως ποιες είναι οι προϋποθέσεις με τις οποίες μπορεί αυτό να το χρησιμοποιήσει με απόλυτη ασφάλεια.

Εάν δούμε, μαζί με τον Υπουργό, ότι υπάρχουν φαινόμενα στρέβλωσης στην αγορά, φαινόμενα αισχροκέρδειας τα οποία σε κάθε περίπτωση το Υπουργείο τα πατάσσει, εδώ πέρα είμαστε να επαναξιολογήσουμε τη στάση μας. Δεν το κρίνουμε αυτή τη στιγμή απαραίτητο. Το γεγονός ότι ναι υπάρχουν ελληνικές -όχι μια- ελληνικές εταιρείες οι οποίες με μεγάλη ταχύτητα ήρθαν να καλύψουν ένα κενό της αγοράς και να κατασκευάσουν μάσκες είναι καλό. Είναι ένα υποκατάστατο, όλη η Ευρωπαϊκή Ένωση συζητάει αυτή τη στιγμή πως θα μπορεί να υποκαταστήσει ένα κομμάτι του προστατευτικού εξοπλισμού το οποίο κατασκευάζεται στην Κίνα. Εμείς, Έλληνες επιχειρηματίες, το έκαναν εδώ και το έκαναν πολύ γρήγορα. Εγώ θα χαιρετίσω αυτή την προσπάθεια. Είναι μια ακόμα δυνατότητα να εμπλουτίσουμε την αγορά με περισσότερο προϊόν. Όσο περισσότερο προϊόν υπάρχει τόσο κινδυνεύουμε λιγότερο από το να φύγουν οι τιμές προς τα πάνω. Και βέβαια να πω και κάτι ακόμα: Επειδή ένα μεγάλο κομμάτι των προϊόντων αυτών παραμένουν εισαγόμενα η διατίμηση δημιουργεί ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο να σταματήσουν οι εισαγωγές μασκών και να ξεμείνουμε από μάσκες από εκεί που τις χρειαζόμαστε.

Θέλω, επίσης, να πω ότι σε καμία περίπτωση -το είπα και στην πρωτολογία μου θέλω να το επαναλάβω όμως- δεν διαταράχθηκε η προμήθεια των νοσοκομείων και των κρίσιμων υποδομών του Κράτους που πρέπει να έχουν πρόσβαση όχι απλά στις απλές χειρουργικές μάσκες αλλά και στις μάσκες αυξημένης προστασίας. Μάλιστα προμηθευτήκαμε πρόσφατα μια μεγάλη παρτίδα μασκών FPP3, που είναι ειδικές μάσκες μόνο για τις Εντατικές. Αυτές διατίθενται στα νοσοκομεία. Όπως σας είπα την επόμενη εβδομάδα ο Υπουργός θα παρουσιάσει πλήρως το πλαίσιο των δωρεών: Τι έχουμε, πού το έχουμε, πώς το έχουμε. Έχουμε φτιάξει μια πολύ σύγχρονη αποθήκη logistics με ένα πολύ προχωρημένο σύστημα, με απόλυτη διαφάνεια και λογοδοσία να γνωρίζουν όλοι τι έχουμε παραλάβει και που αυτό κατευθύνεται.

Έρχομαι τώρα στο ζήτημα των σχολείων. Κοιτάξτε, είναι διαφορετικό να υπάρχει μια επιστημονική διαφωνία για το ζήτημα των σχολείων και τελείως διαφορετικό να δημιουργούμε συνειδητά και μεθοδικά ένα αίσθημα ανασφάλειας στην ελληνική κοινωνία.

Κάποιες εφημερίδες, κάποια Μέσα τα οποία είναι κοντά στην αξιωματική αντιπολίτευση κάνουν ακριβώς αυτό. Θα είναι λάθος να το κάνουμε. Και θα σας πω γιατί θα είναι λάθος να το κάνουμε. Αυτή τη στιγμή οι περισσότερες χώρες -η Ιταλία είναι εξαίρεση- επιλέγουν σταδιακά να ανοίξουν τα σχολεία τους. Και το κάνουν γιατί γνωρίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρχει επαναφορά στην κανονικότητα χωρίς ανοιχτά σχολεία. Για πολλούς λόγους: οικονομικούς, κοινωνικούς, ψυχολογικούς. Δεν είναι καλό -όσοι έχουν παιδιά ή εφήβους, μικρότερα παιδιά, το γνωρίζουν- τα παιδιά να είναι συνέχεια στο σπίτι. Υπάρχουν σοβαροί, λοιπόν, λόγοι οι οποίοι συντρέχουν υπέρ του ανοίγματος των σχολείων.

Γνωρίζουμε περισσότερα σήμερα από όσα γνωρίζαμε πριν από δυο – τρεις μήνες. Πράγματι, υπήρχε στην αρχή της επιδημίας η άποψη, η εκτίμηση, ότι τα παιδιά μπορεί να είναι επιδημιολογικές βόμβες. Αυτή η άποψη δεν υποστηρίζεται πια από την πλειοψηφία των επιστημόνων. Η εκτίμηση την οποία έχουμε -δεν είναι απολύτως αποδεδειγμένη, αλλά αυτή είναι η εκτίμηση στην οποία φαίνεται να συμφωνούν οι περισσότεροι ειδικοί- είναι ότι τα παιδιά κολλάνε πιο δύσκολα και μεταδίδουν πιο δύσκολα. Και εν πάση περιπτώσει, προχωράμε στο άνοιγμα των σχολείων έχοντας διασφαλίσει στο μέτρο του εφικτού λιγότερο συγχρωτισμό στα κυλικεία, εναλλάξ πρόσβαση στα μαθήματα τις μονές και τις ζυγές μέρες, και θεωρώ ότι έχουμε λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να μπορούμε να επιτρέψουμε αυτό το άνοιγμα με κανόνες και προϋποθέσεις.

Εξάλλου, η επιτροπή -μας το είπε και χθες και ειπώθηκε αυτό και δημόσια- οι εισηγήσεις οι οποίες είχαμε δεχθεί ήταν για ακόμα πιο γρήγορο άνοιγμα των σχολείων. Βάλαμε ένα φρένο, κρατάμε το ζήτημα των Δημοτικών. Δεν είμαι ακόμα πεπεισμένος ότι τα Δημοτικά πρέπει να ανοίξουν, για τον απλούστατο λόγο ότι στα μικρά παιδιά είναι πιο δύσκολο να επιβάλλεις κανόνες υγιεινής και είναι πιο δύσκολο στα Δημοτικά να πάμε σε σπαστές τάξεις απ’ ότι είναι στα Γυμνάσια και στα Λύκεια. Θα δούμε και θα εξετάσουμε το ζήτημα και θα πάρουμε τις τελικές μας αποφάσεις γύρω στις 20 Μαΐου.

Κάνω μια έκκληση. Είναι ένα ζήτημα να υπάρχει επιστημονική διαφωνία. Είναι ένα δεύτερο ζήτημα, το οποίο δεν θα το ήθελα να γίνεται, να δούμε μια πολιτική σπέκουλα πάνω στο θέμα αυτό. Θα ήταν λάθος να το κάνουμε. Θα δημιουργήσουμε πρόσθετη ανασφάλεια στα παιδιά και στους γονείς. Και εν πάσει περιπτώση, να πω και κάτι ακόμα: Τα κλειστά σχολεία επιτείνουν τις κοινωνικές ανισότητες. Τα παιδιά που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο ή που οι υπολογιστές τους δουλεύουν πολύ αργά, τα παιδιά που μπορεί να έχουν προβλήματα στο σπίτι και εντάσεις στο σπίτι και τα οποία δεν έχουν τη δυνατότητα ή την υποστήριξη να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε τηλεργασία. Τα παιδιά τα οποία πηγαίνουν σε κάποια δημόσια σχολεία τα οποία ενδεχομένως να μην έχουν τον απαραίτητο εξοπλισμό είναι σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τα παιδιά που πηγαίνουν σε ιδιωτικά σχολεία, τα οποία μπορεί να φεύγουν πιο μπροστά αυτή τη στιγμή, ή με κάποια και πολλά δημόσια σχολεία τα οποία έχουν καταφέρει και έχουν προσαρμοστεί σε αυτές τις ταχύτητες. Και είναι λάθος, μεγάλο λάθος, πάνω στα κλειστά σχολεία να έρθουμε να παγιώσουμε τέτοιου είδους κοινωνικές ανισότητες.

Έχουμε πάρει μια πολιτική απόφαση, ακούω την κριτική, αλλά θέλω να επισημάνω ότι ήταν ομόφωνη -θα το ξαναπώ, κ. Τσίπρα- ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής η οποία εισηγήθηκε το κλείσιμο των σχολείων όταν το εισηγήθηκε και το άνοιγμα των σχολείων έτσι όπως τα ανοίγουμε. Δεν κάνουμε του κεφαλιού μας πράγματα, ούτε κάνουμε πειράματα. Και έχω πει επίσης από την πρώτη στιγμή ότι αυτή η διαδικασία, αυτό το σχέδιο -και είναι ένα καλά μελετημένο σχέδιο- είναι αυτό το οποίο λέει η λέξη: Σχέδιο. Μπορούμε να παρακολουθούμε τα δεδομένα, μπορούμε να βλέπουμε 7 με 14 ημέρες μπροστά και αν χρειάζεται αναπροσαρμογή του σχεδίου, εδώ πέρα είμαστε να την εξετάσουμε και να την υλοποιήσουμε.

Και έχω πει, επίσης, πολλές φορές ότι το άνοιγμα και η επιστροφή στη νέα καθημερινότητα είναι πιο δύσκολη άσκηση από το να κάτσουμε όλοι στο σπίτι και απαιτεί, ναι, πρόσθετη υπευθυνότητα. Δεν πετάμε το μπαλάκι στην κοινωνία και βγάζουμε την ουρά μας απ’ έξω. Δεν το κάναμε πριν, δεν το κάνουμε τώρα. Μαζί είμαστε σε αυτήν την προσπάθεια. Και είναι βέβαιο ότι αν δεν υπάρχει ατομική ευθύνη, δεν θα υπάρχει καλό συλλογικό αποτέλεσμα. Δεν είναι εδώ ζήτημα μετάθεσης της ευθύνης, φταίει το κράτος, φταίει ο πολίτης. Όλοι μαζί είμαστε σε αυτή τη μεγάλη περιπέτεια και μαζί θα πετύχουμε ή μαζί θα αποτύχουμε. Αν αποτύχουμε, θα έχουμε αποτύχει συνολικά. Η κοινωνία θα έχει αποτύχει, η Κυβέρνηση θα έχει αποτύχει, εμείς θα έχουμε αποτύχει, όλοι θα έχουμε αποτύχει.

Δεν θα υπάρχει κάποιος ο οποίος να βγει και να πανηγυρίζει εδώ πέρα πάνω στα συντρίμμια μιας ενδεχόμενης αποτυχίας. Και κανείς δεν μπορεί να το θέλει αυτό και κανείς δεν μπορεί να το φαντάζεται, κανείς δεν μπορεί να το εύχεται. Υπάρχει ένας πολύ σκοτεινός κόσμος στο διαδίκτυο σήμερα, πολύ σκοτεινός, ο οποίος χυδαιολογεί και επενδύει στην εθνική αποτυχία. Μην το κάνουμε αυτό μέρος της πολιτικής αντιπαράθεσης. Μην το κάνουμε. Ας τους αφήσουμε στα τάρταρα του διαδικτύου όλα αυτά τα άθλια τρολ τα οποία έρχονται σήμερα και σπεκουλάρουν επάνω σε μια ενδεχόμενη αποτυχία.

Έρχομαι τώρα στα ζητήματα της οικονομίας και θα ξεκινήσω επιχειρώντας να κάνω μία γέφυρα με αυτά τα οποία είπε ο κ. Βαρουφάκης και με τα ερωτήματα τα οποία μου έκανε, τα οποία δεν μπορούν να απαντηθούν αν δεν απαντηθεί το πρώτο ερώτημα: Πόση θα είναι η ύφεση. Αν δεν ξέρουμε πόση θα είναι η ύφεση, δεν μπορούν να απαντηθούν, κατά συνέπεια, και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα ερωτήματα τα οποία κάνατε.

Όταν λέμε ότι δεν ξέρουμε πόση θα είναι η ύφεση σήμερα, αλλά ξέρουμε σίγουρα ότι θα είναι βαριά, αυτό στηρίζεται σε ένα πολύ απλό δεδομένο: Δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει η υγειονομική κρίση. Δεν ξέρουμε σήμερα ακόμα εάν θα μπορέσουμε να έχουμε τουρισμό το καλοκαίρι και πόσο τουρισμό θα έχουμε. Δεν ξέρουμε αν θα υπάρχει δεύτερο κύμα του ιού τον Οκτώβριο που θα μας επιτρέψει και πάλι να περιορίσουμε την οικονομική δραστηριότητα. Δεν τα ξέρουμε. Μακάρι να τα ξέραμε να μπορούσαμε να προβλέψουμε.

Για αυτό και δίνεται πολύ μεγάλο εύρος στην ενδεχόμενη ύφεση. Είναι έξυπνο το ευφυολόγημά σας κύριε αρχηγέ της αντιπολίτευσης, ότι επειδή ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος είπε 4% οτιδήποτε πάνω από το 4% είναι δική μου ύφεση. Άρα υπάρχει μια ύφεση Μητσοτάκη η οποία έρχεται και κάθεται πάνω στην ύφεση την οργανική, είναι λίγο ακαταλαβίστικα όλα αυτά τα οποία λέτε. Με την ίδια λογική θα μπορούσα να πω, παίρνω την πρόβλεψη του κ. Βαρουφάκη για ύφεση 15%, οτιδήποτε λιγότερο από την ύφεση 15% είναι επιτυχία του Μητσοτάκη, διότι κατάφερε και αντέστρεψε την ύφεση.

Μα είναι σοβαρά επιχειρήματα αυτά; Δεν βλέπετε ότι όλες οι χώρες σήμερα -και χώρες κ. Βαρουφάκη οι οποίες δεν πήγαν σε σκληρό lockdown όπως η Σουηδία, και αυτές- έχουν πολύ μεγάλη οικονομική επίπτωση. Γιατί απλά είναι μια παγκόσμια ύφεση προσφοράς και ζήτησης, ταυτόχρονα.

Και ναι, η χώρα μας είναι πιο εξαρτημένη -όχι τόσο εξαρτημένη όσο ενδεχομένως να παρουσιάζεται- αλλά σίγουρα είναι πιο εξαρτημένη από τον τουρισμό που ξέρουμε ότι θα χτυπηθεί πιο πολύ. Και για όλα αυτά δεν φταίει ο κορονοϊός, αλλά φταίει ο Μητσοτάκης και η Κυβέρνηση. Εντάξει, αν το πιστεύετε εσείς έτσι θα είναι, τι να σας πω; Αλλά εν πάση περιπτώσει η δουλειά μας είναι εδώ πέρα να δούμε με ποιον τρόπο θα μπορέσουμε να μετριάσουμε την ύφεση και με ποιο τρόπο θα μπορέσουμε το 2021, κ. Βαρουφάκη, όχι να έχουμε ανάκαμψη 1%, αλλά να έχουμε μία ρωμαλέα και γενναία ανάπτυξη, η οποία θα γεμίσει και πάλι τα δημόσια ταμεία, θα μικρύνει πολύ το έλλειμμα και θα μειώσει κατ’ ανάγκη την υποχρέωσή μας να έχουμε πρόσθετο χρέος.

Η συζήτηση για το χρέος είναι μια ουσιαστική συζήτηση. Η όλη δουλειά και η πίεση η οποία ασκείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο -και δεν ασκείται μόνο από την Ελλάδα, ασκείται από όλες τις χώρες που έχουν μεγάλο χρέος ως ποσοστό του Α.Ε.Π. H Ελλάδα έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο χρέος της, τα γνωρίζετε καλύτερα από εμάς, δεν έχει έντονες και υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες για μια δεκαετία- είναι ακριβώς να μην προστεθεί πρόσθετο εθνικό, το τονίζω, εθνικό χρέος πάνω στο μεγάλο χρέος το οποίο έχουμε. Γι’ αυτό και η πίεση η μεγάλη για το Recovery Fund να είναι περισσότερο απευθείας χρηματοδοτήσεις, επιχορηγήσεις και λιγότερο δανεισμός. Είναι μια μάχη η οποία δίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αν πιστεύετε ότι μία χώρα μπορεί από μόνη της να δώσει απάντηση σε αυτό το ερώτημα, τότε παραγνωρίζετε πλήρως τις ευρωπαϊκές ισορροπίες. Πάντως, διαμορφώνεται σήμερα ένας μοχλός πίεσης ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι σίγουρα καλύτερο από αυτό που φαινόταν ότι θα ήταν πριν από έναν μήνα.

Εμείς έχουμε στηρίξει την κοινωνία, έχουμε στηρίξει την απασχόληση. Μου κάνει εντύπωση αυτό το οποίο άκουσα, ότι απελευθερώσαμε τις απολύσεις. Μα καλά, δεν ξέρετε ότι απαγορεύτηκαν οι απολύσεις; Δεν το ξέρετε αυτό το πράγμα; Όταν το λέτε δεν το γνωρίζετε; Δηλαδή, πώς το λέτε αυτό το πράγμα; Το λέτε με άγνοια; Το λέτε για να διαστρεβλώσετε την πραγματικότητα; Μπορείτε να μας κατηγορήσετε ότι αυτή η πολιτική δεν είναι αποτελεσματική, ότι εσείς θέλετε να προτείνετε κάτι άλλο -βεβαίως, είναι δικαίωμα σας- αλλά δεν μπορείτε να έρχεστε να κάνετε το άσπρο μαύρο. Τελείωσαν αυτές οι εποχές.

Από εκεί και πέρα, εμείς προτείναμε ένα σχέδιο συγκεκριμένο και κοστολογημένο. Με πολλά χρήματα τα οποία πέφτουν στην αγορά. Σήμερα πληρώθηκε το 800αρι και των ελεύθερων επαγγελματιών. Από εκεί και πέρα, αυτό το οποίο καταλαβαίνω να μας λέτε -και θα κλείσω με αυτό -γιατί έχω ήδη κάνω κατάχρηση του χρόνου- και έχω εδώ πέρα το σχέδιο σας «Μένουμε όρθιοι», στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται και λέει: Ότι εμείς θέλουμε να δώσουμε στην ουσία, να ξοδέψουμε για να το πω πολύ απλά, 14,3 δισ. και να δώσουμε εγγυοδοσία ρευστότητας σε επιχειρήσεις 12 δισ. Στη μεν ρευστότητα και στην εγγυοδοσία δεν διαφωνούμε πολύ, κάπου εκεί κοντά θα φτάσουν τα νούμερά μας.

Αλλά, προσέξτε εδώ πέρα τι γίνεται, 14,3 δισ. παρέμβαση. Και δεν μου λέτε, τα χρήματα τα οποία θα λείπουν από τον κρατικό προϋπολογισμό, από την υστέρηση εσόδων ως αποτέλεσμα της κρίσης τα οποία μπορεί να είναι 8 με 10 δισ., τα υπολογίσατε ποτέ; Αποκλείω ο κ. Τσακαλώτος να έχει προσυπογράψει αυτόν τον πίνακα. Το αποκλείω. Το αποκλείω. Εγώ προσωπικά το αποκλείω. Γιατί το πραγματικό κόστος της δημοσιονομικής παρέμβασής σας δεν είναι 14 δισ, είναι 25 δισ. Και αν το πραγματικό κόστος είναι τόσο μεγάλο, τότε γνωρίζετε πολύ καλά ότι δεν επαρκούν τα ταμειακά διαθέσιμα για να μπορέσετε να το υποστηρίξετε. Άρα ή θα πρέπει να δανειστείτε επιθετικά, με κάποιο τρόπο από τις αγορές, με επιτόκιο το οποίο δεν γνωρίζω ή θα πρέπει να σπάσετε τα δεσμευμένα χρήματα τα οποία εσείς βάλατε στην άκρη για την εξυπηρέτηση του χρέους. Αν θέλετε να κάνετε αυτό, παρακαλώ να βγείτε και να το πείτε: «Ναι, εμείς θέλουμε να πάρουμε από αυτά τα χρήματα και να υποστούμε, ενδεχομένως, τις συνέπειες από μια τέτοια πολιτική». Εμείς αυτό δεν θα το κάνουμε.

Θεωρούμε απαραίτητο να κρατάμε εφεδρείες για την επόμενη ημέρα. Άκουσα αρκετές ενδιαφέρουσες προτάσεις και από την κ. Γεννηματά, πολλές από τις οποίες τις εξετάζουμε ως μέτρα για την επόμενη ημέρα. Βέβαια, να σας πω κ. Γεννηματά ότι επειδή μελέτησα με προσοχή τα προγράμματά σας, αυτά τα οποία είχατε αναρτήσει στο διαδίκτυο δεν είχαν καμία σχέση με αυτά τα οποία είπατε σήμερα. Είπατε τελείως καινούργια και διαφορετικά πράγματα. Και σε εσάς διέκρινα έναν πλεονασμό παροχών και δαπανών. Πάντως άκουσα κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις. Ακούω σκέψεις για το τι θα κάνουμε με την προκαταβολή των επιχειρήσεων. Όλα αυτά είναι μέτρα τα οποία εξετάζονται από το οικονομικό επιτελείο. Όποτε είμαστε έτοιμοι θα τα ανακοινώσουμε. Αλλά θα πρέπει πάντα να έχουμε μία εικόνα πόσο είναι το συνολικό δημοσιονομικό αποτύπωμα των παρεμβάσεων τις οποίες θα κάνουμε, να γνωρίζουμε ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει πρόσβαση στις αγορές.

Όπως είδατε, βγήκαμε πρόσφατα στις αγορές με αρκετά ικανοποιητικό επιτόκιο για τη συγκυρία. Άρα, έχουμε μία υποχρέωση να ενισχύουμε τα ταμειακά διαθέσιμα. Και από εκεί και πέρα να ετοιμαζόμαστε και για τη μεγάλη αντεπίθεση την οποία πρέπει να κάνουμε το δεύτερο εξάμηνο του 2020 και φυσικά το 2021, έτσι ώστε το συντομότερο δυνατόν να μπορέσουμε να αντιστρέψουμε τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της πρωτοφανούς κρίσης.

Κλείνω, κύριε Πρόεδρε, επαναλαμβάνοντας ότι η Κυβέρνηση είναι πάντα εδώ και παρούσα να δίνει τεκμηριωμένες απαντήσεις, να αναγνωρίζει τα λάθη της όποτε αυτά γίνονται. Και για το ζήτημα των vouchers, εμείς ήμασταν αυτοί οι οποίοι πήραμε πίσω το πρόγραμμα. Εμείς το πήραμε πίσω, διότι πράγματι το πρόγραμμα αυτό δεν προσέφερε ποιοτική τηλεκατάρτιση στους ελεύθερους επαγγελματίες οι οποίοι μπήκαν και αφιέρωσαν κάποιες δεκάδες ώρες για να καταρτιστούν. Αυτός είναι ο λόγος που το πρόγραμμα το πήραμε πίσω. Το πρόγραμμα δεν ήταν ποτέ ένα υποκατάστατο εισοδήματος. Ήταν εισόδημα και ταυτόχρονα δυνατότητα να αποκτήσουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες νέες δεξιότητες. Το πήραμε πίσω.

Εν πάση περιπτώσει, την αγορά των ΚΕΚ δεν τη δημιουργήσαμε εμείς, τη βρήκαμε την αγορά των ΚΕΚ. Αυτή είναι η αγορά των ΚΕΚ. Σε αυτά τα ΚΕΚ και εσείς δίνατε πολλά λεφτά. Δεν τα δώσαμε μόνο εμείς. Και εσείς δίνατε λεφτά σε αυτά τα ΚΕΚ. Κατά συνέπεια, εάν κατά τα λεγόμενά σας υπάρχει υποψία σκανδάλου, αυτή βαραίνει πολύ περισσότερο εσάς από ότι εμάς, γιατί εμείς στο κάτω-κάτω δεν τα δώσαμε τα λεφτά. Εσείς τα δώσατε τα λεφτά.

Εάν όμως το ζήτημα είναι ζήτημα ποιότητας, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πήραμε πίσω το πρόγραμμα. Και πρέπει να σας πω επίσης ότι έχοντας κάνει αρκετή έρευνα για το ζήτημα αυτό, διαπιστώνω ότι η αγορά αυτή είναι μια προβληματική αγορά. Είναι μια προβληματική αγορά η οποία πρέπει να διορθωθεί, στην οποία πρέπει να μπουν αυστηρά εχέγγυα ποιότητας. Είναι μεγάλο σφάλμα πηγαίνοντας προς τα μπρος να απαξιώσουμε συνολικά την έννοια της τηλεκατάρτισης.

Όλη η πολιτική μας, όχι μόνο η δική μας, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στηρίζεται στη λογική της απόκτησης νέων δεξιοτήτων σε μεγάλο βαθμό μέσα από εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Άρα έχουμε μια υποχρέωση ως Κυβέρνηση να εξετάσουμε διαρθρωτικά πώς δουλεύει αυτή η αγορά. Να μην δίνεται η εντύπωση η οποία δυστυχώς δινόταν και δινόταν όλα τα τελευταία χρόνια -δεν ξεκίνησε επί ημερών σας το πρόβλημα, πηγαίνει πιο πίσω το πρόβλημα αυτό, δεν το διορθώσατε εσείς, έχουμε μια ευκαιρία να το διορθώσουμε εμείς- ότι η κατάρτιση είναι απλά ένας μηχανισμός με τον οποίο μοιράζουμε ουσιαστικά ευρωπαϊκά χρήματα, επιδόματα ουσιαστικά, χωρίς να υπάρχει κάποια ουσιαστική προστιθέμενη αξία στον τελικό αποδέκτη αυτής της κατάρτισης.

Θα τη φτιάξουμε την αγορά της κατάρτισης, θα την κάνουμε να δουλεύει σωστά και πάντα αυτή η Κυβέρνηση θα έχει το θάρρος να έρχεται στη Βουλή και όταν κάτι συμβαίνει λάθος, να λέει «αυτό ήταν λάθος, το διορθώνουμε». Διπλό λάθος είναι να μην έχεις το θάρρος να διορθώσεις το λάθος σου.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Comments are closed.