Με bullying σε θέματα ελευθεροτυπίας δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω

 

Μεσημεράκι Τετάρτης, με αρκετή ακόμα ζέστη στο κέντρο της πόλης, η Αθήνα είχε αρχίσει να έχει τη γνωστή φθινοπωρινή της ζωηράδα. Φοιτητές με τον φρέντο ανά χείρας, μαγαζάτορες που επέβλεπαν ανεφοδιασμούς ειδών και προϊόντων και βιαστικοί που έκαναν τα ψώνια τους με τις μάσκες φορεμένες σε κάθε σημείο του προσώπου τους (από το αυτί και το κούτελο μέχρι το πιγούνι και τον λαιμό αλλά σπάνια στο στόμα και τη μύτη), όλοι μαζί σε μια «αστική χορογραφία» στη Σόλωνος. Εφτασα στην Athens Voice για το γεύμα με τον Φώτη Γεωργελέ στην ώρα μου. Μόλις είχε επιστρέψει από τις διακοπές και προσπαθούσε να αναδιοργανώσει όλες τις δουλειές της έκδοσης μετά την ανάπαυλα. «Να τσιμπήσουμε κάτι γρήγορο εδώ, για να κερδίσουμε χρόνο;», με ρώτησε. Και μέσα σε ένα τέταρτο, lunch was served πάνω στο δημοσιογραφικό γραφείο.

Πάντα αντιπαθώ εκείνους που ενώ κάνουν βουτιές στη θάλασσα εύχονται «καλό χειμώνα» με βρεγμένο μαγιό και έτσι είπα να ξεκινήσουμε την κουβέντα από τα θερινά πεπραγμένα: «Το καλοκαίρι περνούσε μια χαρά –αλλόκοτο ήταν φέτος, αλλά τι να κάνουμε;– μέχρι που ένας καλός φίλος, τον οποίο είχα δει στις διακοπές βρέθηκε θετικός, δίχως να εμφανίζει κανένα σύμπτωμα. Μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα στα τεστ που όλοι μας κάναμε στην παρέα ένιωσα ανησυχία. Κανένας δεν μπορεί να ξέρει ποια θα είναι η έκβαση όταν “συναντηθεί” ο οργανισμός του με τον ιό και αυτό είναι που κάνει την πανδημία τόσο απειλητική», μου λέει.

Συνεχίζει: «Παρότι αισθάνθηκα προσωπικά το τσίμπημα του φόβου και τηρώ όλες τις προφυλάξεις, πρέπει να πω πως καταλαβαίνω και τους ανθρώπους που δεν θέλουν να σκέπτονται ότι μπορεί να κολλήσουν, ιδιαίτερα τους νέους. Θυμάμαι τον εαυτό μου σε αυτήν την ηλικία να τρέχω με μια μηχανή, 200 χλμ. την ώρα χωρίς κράνος. Αν μου πεις να το κάνω τώρα, θα σου πω πως είσαι τρελός. Ε, τότε μου φαινόταν πολύ φυσικό. Οταν είσαι στα 20 ο θάνατος, πόσο μάλλον η αρρώστια, σου φαίνονται έτη φωτός μακριά». Σύμφωνοι. Η νεολαία έχει ένα είδος υπαρξιακού ακαταλόγιστου. Με τους μεγαλύτερους όμως που δεν παίρνουν χαμπάρι τον κίνδυνο τι συμβαίνει;

«Και εκεί υπάρχουν κάποια ελαφρυντικά για αυτήν την επιπολαιότητα της μη τήρησης των μέτρων που μπορεί να αποβεί μοιραία για τους ίδιους, αλλά και για εμάς τους υπόλοιπους. Ο κόσμος αισθάνεται μια τεράστια κόπωση μετά 10 χρόνια κρίσης συν του ότι πληρώνουμε την επιτυχία της πρώτης φάσης της πανδημίας. Τότε, επειδή πήραμε αμέσως μέτρα, δεν είχαμε πολλά κρούσματα, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι όλοι να έχουν ξεφοβηθεί και να χαλαρώσουν παραπάνω από όσο μας έπαιρνε. Πάντως, επειδή έβλεπα και τον εαυτό μου, την παρέα μου, τους γύρω μου, καταλαβαίνω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αντιδρούν ανορθολογικά μπροστά στον κίνδυνο. Καλύτερα λοιπόν να προσπαθούμε να πείθουμε, παρά να λοιδορούμε τους άλλους. Οι εχθροί μας δεν είναι οι νέοι, ή οι πιστοί, αλλά όσοι κάνουν την επιπολαιότητα πολιτική θέση».

Για τον Φώτη Γεωργελέ η πειθαρχία προς τα μέτρα που δείξαμε την άνοιξη είχε να κάνει με το «φροντιστήριο» που περάσαμε επί οικονομικής κρίσης: «Μέσα στη δεκαετία αλλάξαμε στάση. Μετατοπιστήκαμε από το ότι δεν θέλουμε μνημόνια και θα τα σκίσουμε σελίδα σελίδα, δηλαδή τη διαχείριση με σημαία την άρνηση και την ανευθυνότητα, σε μια αντιμετώπιση που ήταν πιο ρεαλιστική. Ισως λοιπόν γι’ αυτό να ήμασταν αρχικά και πιο έτοιμοι να ακούσουμε τι έχουν να μας πουν οι ειδικοί, που είναι οι επιστήμονες στην περίπτωση αυτή. Εντούτοις και αυτό μπορεί να αλλάξει γρήγορα και να ξαναγυρίσουμε στη ναρκισσιστική αντίδραση, ότι δεν “γουστάρουμε” να μας επιβάλλει κανείς εμάς κανόνες και μέτρα. Αρχισαν οι διαδηλώσεις γιατί κλείνουν πιο νωρίς τα μαγαζιά. Λες και οποιαδήποτε κυβέρνηση θα ήθελε έτσι να τα κλείνει χωρίς λόγο. Η ίδια άρνηση της πραγματικότητας: αντί να δουν πώς θα κάνουν τη δουλειά έστω και με αυτούς τους δύσκολους όρους για να έχουν κάποια έσοδα από καθόλου, μερικοί θα προτιμούσαν να τα έχουν ολότελα κλειστά γιατί δεν γίνεται αυτό που θα θέλαμε».

«Παράλληλα», προσθέτει, «η αυτοσυγκράτηση του κόσμου στο πρώτο κύμα είχε να κάνει και με το γεγονός ότι ο δημόσιος λόγος της εξουσίας –είτε ήταν ο πρωθυπουργός, είτε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είτε ο Τσιόδρας– είχε ενσυναίσθηση, για πρώτη φορά στα πρόσφατα τουλάχιστον χρονικά. Πάρτε για παράδειγμα τον τελευταίο, όταν αναφέρθηκε στους ηλικιωμένους ανθρώπους, πόσο συγκινημένος αλλά και συγκινητικός ήταν. Παλαιότερα η δημόσια ρητορική ήταν γεμάτη εχθροπάθεια και διαίρεση, οι πολιτικοί δεν μιλούσαν στους πολίτες, όσο κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον».

Και ήταν «αυτός ο ενωτικός τόνος που μας έκανε και αισθανθήκαμε μέλη ενός συνόλου. Σήμερα το κλίμα είναι δυστυχώς πάλι διαφορετικό. Ο καθένας από εμάς κοιτάζει τον εαυτό του και ταυτόχρονα συγκρίνει την κατάστασή του με τους υπολοίπους και θεωρεί ότι μπορεί να είναι ριγμένος.

Ξαναγίναμε άτομα από ομάδα και αυτό φέρνει προβλήματα στην αντιμετώπιση ενός τόσο μεγάλου ζητήματος όσο η δημόσια υγεία. Η πανδημία ήρθε πάντως να προστεθεί ως αστάθμητος παράγοντας σε μια εποχή καθόδου όπου ζούμε τεράστιες αλλαγές στα εργασιακά, στα μοντέλα παραγωγής, στην οικονομία χωρίς να υπάρχει μια ξεκάθαρη κατάσταση προς τα πού βαδίζουμε. Φαντάζομαι ότι το 2060 ή το 2070 οι ιστορικοί θα έχουν βαφτίσει κάπως την ανασφαλή και αμήχανη περίοδο που τώρα διανύουμε. Θα της έχουν δώσει τίτλο. Οι Ενδιάμεσες Δεκαετίες ή κάτι τέτοιο».

Η ανοχή και το ακαταδίωκτο είναι ώρα να σταματήσουν
Περνώντας το κατώφλι της Athens Voice, το βλέμμα μου στάθηκε στα προστατευτικά κάγκελα της πόρτας. Τα τελευταία χρόνια, τόσο το έντυπο όσο και ο εκδότης προσωπικά έχουν στοχοποιηθεί από ακραία στοιχεία που έχουν δείξει την επιθετικότητά τους με κάθε τρόπο, από λεκτικό πόλεμο μέχρι καταδρομικές επιθέσεις στα γραφεία. Ακούγεται παλαβό αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για έναν οδηγό πόλης που πρεσβεύει την προοδευτικότητα, τη μετάβαση δηλαδή σε μια πολύ πιο ανεκτική κοινωνία, και για έναν δημοσιογράφο που ασκεί κριτική στα πολιτικά πράγματα μέσα από τα δημοφιλέστατα editorial του, χωρίς ποτέ να είναι εμπαθής ή προσβλητικός. Ενάντια σε κάθε φανατισμό και ρητορική μίσους ή διχασμού, ο Φώτης Γεωργελές το μόνο που κάνει είναι να καθρεφτίζει στα γραπτά του αυτά που βλέπει γύρω του. Τι συμβαίνει λοιπόν;

«Υπάρχει στην Ελλάδα πολλή κρυφή και φανερή βία. Είναι ένα φαινόμενο που ξεκινάει από τον στενό πολιτικό πυρήνα και διαχέεται στην κοινωνία μας, που δεν έχει ακόμα πει ξεκάθαρα ότι στην κοινοβουλευτική δημοκρατία του 21ου αιώνα δεν έχει καμία θέση αυτό το φαινόμενο. Η βία χρησιμοποιείται παγίως στη χώρα μας ως μέρος του πολιτικού παιχνιδιού. Μόνον στην Athens Voice έχουν εισβάλει δύο φορές. Στον όμιλο της “Καθημερινής” και του ΣΚΑΪ είχατε βομβιστική επίθεση. Δημοσιογράφοι βγαίνουν από το σπίτι τους για να δουν γραμμένο στον απέναντι τοίχο “Ψόφα!” Οσο υπάρχει αυτό το bullying σε θέματα ελευθεροτυπίας και δημόσιου λόγου, δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω», λέει.

«Η ανοχή και το ακαταδίωκτο, η αίσθηση ότι σε μια διαδήλωση κάποιος μπορεί να πετάξει ανενόχλητος 30 μολότοφ έτσι για την πλάκα του –δηλαδή να κάνει ισάριθμες απόπειρες ανθρωποκτονίας–, είναι ώρα να σταματήσουν. Δεν γίνονται αυτά σε μια κανονική χώρα. Λοιπόν, αυτό μπορεί να τελειώσει αν υπάρξει η βούληση, όπως στις αρχές του 2000 τελειώσαμε με τις παλιές τρομοκρατικές οργανώσεις ή όπως ξεκαθάρισε η υπόθεση της Χρυσής Αυγής, την οποία κάποτε πολλοί χαρακτήριζαν παντοδύναμη. Και για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να υπάρξει συναίνεση πολιτικών χώρων», σημειώνει.

«Οσο για εμάς, είναι να απορεί κανείς γιατί μπήκε στο στόχαστρο ένα έντυπο που είναι ταυτισμένο με τη μετριοπάθεια και που δήλωσε εξαρχής ότι οι αναγνώστες μας είναι οι πολίτες της Αθήνας, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκεύματος, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και πολιτικών πεποιθήσεων. Ισως πάλι αυτό ακριβώς να εξοργίζει ορισμένους: το γεγονός ότι δεν μπορούν να ανεχθούν πως στην καρδιά της πόλης, στα Εξάρχεια, υπάρχει και κάποιος άλλος που μιλάει για προοδευτικότητα. Κάνει τη δική τους δήθεν προοδευτικότητα να μοιάζει ψεύτικη και κομφορμιστική».

Φταίνε οι άλλοι
«Ως κοινωνία δεν συνηθίζουμε να λέμε ξεκάθαρα τι ήταν λάθος και τι σωστό. Δεν κοιτάμε πίσω για να κάνουμε αυτοκριτική. Προχωράμε αλλάζοντας απόψεις, αλλά αυτό γίνεται σιωπηρά, στα μουλωχτά. Δανειζόμαστε ασυλλόγιστα και φτάσαμε στην κρίση το 2009 ή μετά, το 2015, φάγαμε τα μούτρα μας, ξαναχρεοκοπήσαμε και κινδυνεύσαμε να βρεθούμε έξω από την Ευρώπη. Κάπως έτσι πορευόμαστε με πιο ανώδυνο τρόπο, δίχως αυτομαστίγωμα. Στο τέλος βγαίνουμε όλοι καλοί και ως διά μαγείας δικαιωμένοι, ό,τι και να έχει συμβεί. Το αποτέλεσμα είναι ότι έτσι πάντα υπάρχει κίνδυνος επανάληψης των σφαλμάτων του παρελθόντος. Αυτός είναι ο λόγος που συνεχίζεται η εχθροπάθεια, η αίσθηση ότι κάποιος άλλος φταίει και πρέπει οι ευθύνες να προσωποποιηθούν, χωρίς όμως να μπαίνουμε εμείς στο κάδρο τους. Ετσι διαιωνίζεται η αναζήτηση ενός αποδιοπομπαίου τράγου, αλλά και η παραγωγή θεωριών συνωμοσίας».

Η συνάντηση
Το ντελίβερι έχει γίνει πολύ της μόδας στις συνθήκες του κορωνοϊού, που ο κόσμος αισθάνεται ανασφάλεια τρώγοντας έξω.
Μπορεί η εστίαση να υποφέρει, αλλά τα μηχανάκια με τους διανομείς πηγαίνουν σφαίρα σε όλη την Αθήνα. Ετσι, μέσα σε λίγα λεπτά κατέφτασαν από το «ΙΤ» της Σκουφά δύο φρεσκότατες σαλάτες.

Εγώ έφαγα κινόα με μαριναρισμένες γαρίδες, λαχανίδα, κόλιανδρο και σέλερι που ήταν πεντανόστιμο και ο Φώτης Γεωργελές παρήγγειλε τη σαλάτα με τον φρέσκο σολομό, αβοκάντο, αγγούρι, ραπανάκι και σουσάμι που του άρεσε εξίσου. Ηπιαμε δύο αναψυκτικά και δεν με άφησε να πληρώσω τον λογαριασμό γιατί φάγαμε στο γραφείο του και έπαιζε μπάλα στην «έδρα» του.

Της Μαργαρίτας Πουρνάρα – Πηγή “Καθημερινή

Comments are closed.