Η Miss Eonis γράφει για το πώς είναι να δουλεύεις για πενταροδεκάρες

Διάβαζα τις προάλες το βιβλίο της δημοσιογράφου των New York Times Μπάρμπαρα Ερενράιχ «…για πενταροδεκάρες». Την «οδύσσεια μιας δημοσιογράφου στην πραγματικότητα της σύγχρονης φτώχειας» όπως γράφει ο υπότιτλος. Η δημοσιογράφος, σε συνεννόηση με τον εκδότη της, αποφάσισε να δουλέψει όπως όλοι οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι, για δει πώς επιβιώνει κανείς με μισθούς της πείνας. Άφησε το σπίτι της, νοίκιασε τροχόσπιτα και φτηνές γκαρσονιέρες, κι εργάστηκε ως σερβιτόρα, πωλήτρια, καθαρίστρια, βοηθός στο γηροκομείο. «Δεν επιζούν οι χαμηλόμισθοι» κατέληξε η δημοσιογράφος. «Επιζούν μόνο όσοι είναι τόσο γεροί οργανισμοί ώστε να κάνουν δυο δουλειές ταυτόχρονα και όσοι μπορούν να μοιραστούν ένα δωμάτιο και τα έξοδα του σπιτιού».
Φυσικά αν ήταν Ελληνίδα δημοσιογράφος δε θα χρειαζόταν να μπει στη διαδικασία να αφήσει το σπίτι της και τη δουλειά της για να τα δει αυτά. Θα κατέγραφε απλά τη ζωή της. Αυτήν την στιγμή, οι νέοι Έλληνες δημοσιογράφοι ζουν στα όρια της φτώχειας. Χωρίς ασφάλιση, με δυο και τρεις δουλειές, που τους εξασφαλίζουν μόλις όσα χρειάζονται απλά για να τρέφονται, να κοιμούνται κάπου και να παράγουν. Πολλοί μάλιστα δέχονται να δουλεύουν και δωρεάν- για να κάνουν όνομα, λένε. Τι άλλο μένει; Α, ναι, να πληρώνουμε εμείς τους εκδότες για να δημοσιεύουν τα κείμενά μας. Ξυπνήστε! Για ποιο όνομα μιλάμε; Και πια καριέρα; Αυτήν τη στιγμή ένας σερβιτόρος στην Ελλάδα, κερδίζει περισσότερα από έναν δημοσιογράφο. (Όχι ότι ο πρώτος έχει καλύτερο μισθό, απλά έχει τα τιπς. Ο δημοσιογράφος δε μπορεί να πάρει τιπς φυσικά, θεωρείται δωροδοκία).
Αν οι μισθοί είχαν διαμορφωθεί σε ένα ευπρεπές κατώτατο όριο, όπως στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση (στην Ολανδία, για παράδειγμα, ο βασικός μισθός έχει ορισθεί 1200 ευρώ και η χώρα είναι πιο φτηνή απ΄ την Ελλάδα) τότε οι εργοδότες θα ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν. Αλλά δεν ορίζεται. Οι χαμηλόμισθοι δεν είναι τόσο χαμηλόμισθοι για να «ανοίξουν θέσεις εργασίας», αλλά γιατί στις δικές τους πλάτες έμελλε να βασιστεί ολόκληρη η οικονομία μιας χώρας που βρίσκεται υπό ανάπτυξη. Οι δημοσιογράφοι όμως με λύπη μου διαπιστώνω ότι ρίχνουν διαρκώς από μόνοι τους τούς μισθούς τους!!! Και ποτέ μα ποτέ δε διεκδικούν τα δικαιώματά τους (το να ζητήσεις επίδομα αδείας και αποζημίωση ενώ πληρώνεσαι με δελτίο παροχής κάθε μήνα, για παράδειγμα, θεωρείται εξτρίμ και θα σε πετάξουν έξω από την αγορά αν το κάνεις), παρότι έχουν στο παρελθόν πεθάνει άνθρωποι για να ψηφιστεί αυτό το καταραμένο Εργατικό Δίκαιο και να μπορούμε εμείς σήμερα να διεκδικήσουμε.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που στην Ελλάδα κανείς δε γράφει για τα θέματα των νεόπτωχων και των χαμηλόμισθων. Κανείς δεν παρακινεί τον κόσμο να διεκδικήσει, να βγει στους δρόμους…Αφού οι δημοσιογράφοι πρώτοι έβαλαν την ουρά στα σκέλια. Κι αν έχουν καταφέρει να πιάσουν καμιά καλή θέση και να έχουν ικανοποιητικό μισθό, τον έχουν εις βάρος δεκάδων άλλων που τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ και ψωμολυσσάνε. Και θεωρούν ότι έτσι πρέπει! Να πιουν το αίμα των νέων παιδιών! Αυτός είναι γενικότερα ο σεβασμός της νεοελληνικής κουλτούρας προς την επόμενη γενιά, προς τις καινούριες ιδέες, προς τη συνέχεια του του κόσμου: Πιείτε τους το αίμα, βάλτε τους να δουλεύουν για μας, σκλάβοι μας, κάντε τους κι αυτούς κομπλεξικούς, όπως είμαστε κι εμείς.
Θυμάμαι σε έναν μεγάλο δημοσιογραφικό συγκρότημα, μια μέρα είδα έναν από τους πιο υποσχόμενους νέους δημοσιογράφους (αυτόν που είχαν ξεζουμίσει περισσότερο δηλαδή) να κλέβει χαρτί υγείας. Μου εξήγησε κοκκινίζοντας ότι δεν τον είχαν πληρώσει για δυο μήνες. Αλλά δε θα έπρεπε να ντρέπεται εκείνος. Θα έπρεπε να ντρέπονται οι εκδότες που προσλαμβάνουν με μισθούς πείνας νέα παιδιά που οι γονείς τους έκαναν το σκατό τους παξιμάδι για να πληρώσουν μεταπτυχιακά, με το δόλωμα του μεγάλου εντύπου και της θυσίας που κάνεις κάποια χρόνια για να έχεις στο μέλλον καριέρα. Ποια καριέρα ρε φίλε; Τόσα πεταμένα ταλέντα σε αυτή την χώρα, και τόσοι άνθρωποι που υποφέρουν σιωπηλά, απλά, για να αγοράσει κάποιος ακόμη μία Mercedes ή ένα ακόμη εξοχικό. Νιώθω σα να είμαι η μόνη που τα βλέπει αυτά. Και πραγματικά, κάθε φορά που χρειάζεται να λέω τι δουλειά κάνω, καταπίνω από μέσα μου κι ένα «ντρέπομαι βέβαια»…

ΥΓ. Αυτό είναι το πρώτο κείμενο που δίνω δωρεάν στην καριέρα μου. Για φιλανθρωπικό σκοπό.

Comments are closed.