Πέμπτη πρωί στο ΙΚΑ

Τα πρωινά που μονίμως αποφεύγω, μέχρι το σημείο που δεν σηκώνει άλλη αναβολή. Η ίδια αίσθηση αβεβαιότητας πάντα σχετικά με το αν θα γίνει η δουλειά ή όχι. Μπαίνω στο κτίριο με καχυποψία και κατευθύνομαι στις πληροφορίες. ΄΄Γεια σας, για μια διπλοαπογραφή να μου πείτε ποιος από τους δύο αριθμούς μητρώου ισχύει’’. ΄΄Δεν ξέρω τι μου λέτε’’. Πριν προλάβω να επαναλάβω ακούγεται μία φωνή στο βάθος : ΄΄Οι διοικητικές υπηρεσίες έχουν μεταφερθεί, Μεγάλου Αλεξάνδρου 47 θα πάτε’’.

Είκοσι λεπτά αργότερα, Μεγάλου Αλεξάνδρου 47.

Στην είσοδο του κτιρίου αριστερά είναι το θυρωρείο, αρκετά διαφορετικό από αυτά που έχω δει. Σαν δωμάτιο σπιτιού, με γλάστρες γύρω-γύρω, κορνίζες στον τοίχο και τόσα πολλά μπιμπελό πάνω στο πάγκο που με δυσκολία διακρίνω τη γριούλα που βρίσκεται μέσα. Τη ρωτάω σε ποιόν όροφο πρέπει να πάω, δεν με ακούει καθαρά, αναγκάζομαι να πλησιάσω. Έχει τηλεόραση, ραδιόφωνο και ένα μικρό ψυγείο! Μοιάζει με υπερφορτωμένο πλάνο από ταινία του Αλμοδοβάρ. ΄΄Στον τρίτο όροφο’’ μου λέει σηκώνοντας για δευτερόλεπτα το βλέμμα της από αυτό που παρακολουθούσε. Ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει για αυτήν. Παίρνω το ασανσέρ. Το μόνο που φαίνεται να κινείται σε ολόκληρο το κτίριο. Η αίθουσα που με περιμένει είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Άνθρωποι που περιμένουν υπομονετικά στα καθίσματα τους σαν υπνωτισμένοι. Φέρουν κοινά χαρακτηριστικά, θα μπορούσαν να είναι κοινό θεραπευτικής ομάδας.

Παίρνω το νούμερο 159 και κάθομαι, το χαρτάκι γράφει ότι προηγούνται τριάντα άτομα, χρόνος αναμονής σαράντα πέντε λεπτά. Πού είναι όλοι αυτοί, αναρωτιέμαι, με το ζόρι διακρίνω δεκαπέντε. Όσο για τον χρόνο αναμονής, δεν τον αφήνω να με πτοήσει. Εξάλλου, ήρθα προετοιμασμένη. Δύο ταμεία υπάρχουν, το ένα όμως φαίνεται να υπολειτουργεί. Γύρω στο ένα τέταρτο η υπάλληλος έχει πιάσει κουβέντα με μάνα και κόρη και όλοι μας παρακολουθούμε με προσοχή στο ακροατήριο. Κατηγορούν τον άντρα της κόρης, με τον οποίο έχουν χωρίσει, τον λένε «ανεπρόκοπο» και «ανίκανο να ζήσει την οικογένειά του». «Μα καλά, γιατί δεν πάει να δουλέψει»; Η υπάλληλος δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μάθει. «Έλα ντε!» απαντά το δίδυμο μάνα-κόρη με ένα στόμα μία φωνή. Και συμπληρώνει με ικανοποίηση η κόρη: «Και να φανταστείτε έχει δύο πτυχία». Και οι τρεις κουνάνε το κεφάλι τους ειρωνικά. Πλήρης ταύτιση και στο ακροατήριο. Το δίδυμο έχει βγάλει και τη μία σαγιονάρα ακουμπώντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο δείχνοντας άνεση με το χώρο και πρόθεση να μείνει και άλλο. Κανένας από αυτούς που περιμένουν δεν φαίνεται να ενοχλείται.

Στο διπλανό ταμείο το μηχάνημα έχει σταματήσει να προχωρά τα νούμερα. Η κοπέλα που δουλεύει μιλάει στο τηλέφωνο. Ο Νίκος, δεν πήγε εκεί που είχαν συμφωνήσει και έχει και κλειστό το κινητό του και δεν μπορεί να τον βρει. Είναι θυμωμένη. Του είχε εξηγήσει ότι εκεί που τον έστελνε θα ήταν ανοιχτά μέχρι τις δώδεκα και τώρα είναι παρά πέντε. Δείχνει να έχει μεγάλη ένταση, φωνάζει δυνατά, συμπεριφέρεται σαν να της έχει συμβεί το πιο τρομερό πράγμα του κόσμου. Θυμάμαι την ταινία του Γ. Οικονομίδη ΄΄Η ψυχή στο στόμα’’. Η οργή της κοινωνίας σε όλο της το μεγαλείο. Απλές αφορμές που γίνονται η αιτία για άγριους ξυλοδαρμούς.

Το κοινό παρακολουθεί το θέατρο παραλόγου που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του. Δείχνει να το απολαμβάνει και ας έχουν περάσει μόνο τρία νούμερα εδώ και μισή ώρα. Αναρωτιέμαι, τελικά, αν αυτούς που βλέπουμε στην τηλεόραση να περιμένουν στις ουρές και μόλις δουν κάμερα να ξεσπαθώνουν έτοιμοι να τα πουν όλα είναι και αυτοί αργόσχολοι που σκοτώνουν την ώρα τους; Μετά από μία ώρα και ένα τέταρτο ήρθε και η σειρά μου. Ημερήσια εκδρομή στο ΙΚΑ. Θα χάσεις το πρωινό σου, θα ταλαιπωρηθείς και αν είσαι τυχερός θα κάνεις και τη δουλειά σου.

Γιώτα Δημητρακοπούλου

Comments are closed.