«Πρωινός καφές» χωρίς εκπλήξεις
Το νέο τηλεοπτικό δίδυμο Ν. Μουτσινάς-Κ. Ζαρίφη είναι γεγονός και οι πρώτες εντυπώσεις κυμαίνονται σε άκρως παγερές θερμοκρασίες. Μετά το ντόρο που δημιουργήθηκε όλο το καλοκαίρι γύρω από το όνομα τους οι προσδοκίες ήταν υψηλές και το αποτέλεσμα μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν είναι το αναμενόμενο.
Στην πρεμιέρα του «πρωινού καφέ» είδαμε δύο καλά διαβασμένους παρουσιαστές παύλα ηθοποιούς να προβάρουν αγχωμένοι τον ρόλο τους περιμένοντας το χειροκρότημα του κοινού. Υπήρχαν στιγμές μάλιστα που έμοιαζαν να μην ακούει καν ο ένας τον άλλον από τη βιασύνη τους να πούνε κάτι έξυπνο και χιουμοριστικό. Στο κυνήγι της ατάκας από την αρχή ως το τέλος των πρώτων εκπομπών μας εξάντλησαν. Χορός και μουσική σε υπερβολικές δόσεις να προσπαθούν να κρύψουν αμηχανία και να καλύψουν τα κενά. Ειδικά το «χτύπημα» της Κ. Ζαρίφη την ώρα που βρίσκονταν στην κουζίνα να φτιάξουν σοκολατόπιτα στην πρώτη εκπομπή ήταν εντελώς παραληρηματικό. Όσο για την τάση τους να αυτοσαρκάζονται συνεχώς(είμαστε χοντροί και άσχημοι), μπορεί να ήταν θετικό και να συνέβαλε στην ανάδειξη τους στο ξεκίνημα ως τηλεοπτικά πρόσωπα πλάι σε Γρηγόρη Αρναούτογλου και Ελένη Μενεγάκη αντίστοιχα, η επανάληψη όμως δεν παύει να είναι προβληματική και να κουράζει.
Όπως και να έχει, πρόκειται για ένα έργο που έχουμε ξαναδεί. Ίδιο στόρι με άλλο κάστινγκ κάθε φορά. Άνθρωποι που παίρνουν τα μυαλά τους αέρα ύστερα από μια πρόσκαιρη επιτυχία και τρέχουν βιαστικά να εξαργυρώσουν την αναγνωρισιμότητα τους με όρους πρωταγωνιστικούς. Θέλει ψυχραιμία και καλλιέργεια να μπορείς να ισορροπήσεις στους εθιστικούς ρυθμούς της τηλεόρασης και ταυτόχρονα να κάνεις και επιτυχία με διάρκεια. Οι πρώτοι ρόλοι δεν είναι για όλους και είναι φυσικό. Είναι εξυπνάδα να μπορείς να αντιληφθείς πού είσαι καλός και πού όχι, ποια είναι τα δυνατά σου σημεία. Και είναι θλιβερό να βλέπεις εγκλωβισμένους ανθρώπους στο βωμό της πρωτιάς να μπαίνουν στο τριπάκι του παρουσιαστή και να μην καταδέχονται μετά κάτι άλλο κινδυνεύοντας, πολλές φορές, ακόμα και να μένουν χωρίς δουλειά για αρκετό καιρό.
Γιώτα Δημητρακοπούλου