Ο Κώστας Λαλιώτης καπνίζει στη Μητροπόλεως και κανείς δεν τον αναγνωρίζει, κανείς δεν του μιλάει
Σάββατο βράδυ και η πλατεία Συντάγματος ντυμένη στα Χριστουγεννιάτικα, το δέντρο φωταγωγημένο και το κρύο δεν αποθάρρυνε τους αθηναίους, αλλά και τους επισκέπτες της πόλης να περπατούν και να μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά. Η κίνηση έντονη… Τα αυτοκίνητα σημειωτόν, και στην Ερμού οι πεζοί ανεβοκατεβαίνουν ντυμένοι, άλλοι για καλοκαίρι και άλλοι για χειμώνα, άλλοι για βράδυ και άλλοι για καύσωνα!
Χαμηλά στη Μητροπόλεως το διατηρητέο (του 1930) που φιλοξενούσε για πολλές δεκαετίες την εμβληματική εμπορική εταιρία Χυτήρογλου (ταυτισμένη με τις κουρτίνες, τα λευκά είδη και τα υφάσματα επίπλων), έχει μετατραπεί σε ξενοδοχείο… Στο βάθος μια ολιγομελή παρέα δειπνεί σε χαμηλό κίτρινο φωτισμό. Ανάμεσά τους ο Κώστας Λαλιώτης που απολαμβάνει το πιάτο του μιλώντας σε ήρεμο τόνο, κουνώντας συχνά τα χέρια του. Η παρέα παρακολουθεί ευλαβικά τις αφηγήσεις του.
Η νύχτα κυλάει ήρεμα και κάποια στιγμή ο πρώην υπουργός και πάλαι ποτέ «θείο βρέφος» («Το 2000 θα είμαι μόλις 49 ετών», περιοδικό Έψιλον «Ελευθεροτυπίας»), βγαίνει στη Μητροπόλεως για να ανάψει ένα λεπτό πουράκι. Ελαφρά ντυμένος, ευθυτενής, κάνει βόλτες πάνω κάτω στον απέναντι πεζόδρομο που καταλήγει στο βυζαντινό εκκλησάκι της Παναγίας Καπνικαρέας. Νεαρόκοσμος δίπλα του προσπερνά… Το ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ καπνίζει, απολαμβάνοντας την πολύβουη, πρώτη κρύα νύχτα του Νοεμβρίου… Ωστόσο κανείς δεν φαίνεται να τον αναγνωρίζει, κανείς δεν σταματά να του μιλήσει. Κανείς δεν έριξε το βλέμμα επάνω του και να αναρωτηθεί τι του θυμίζει. Αλλά και ο ίδιος μοιάζει σίγουρος για την «ανωνυμία» του…
Κάπως έτσι πέρασαν έξι με επτά λεπτά μέσα στο πλήθος για τον Κώστα Λαλιώτη, κοιτάζοντας σαν ήρωας του Αγγελόπουλου, μέχρι να καπνίσει το πουράκι του… Ανενόχλητος από τα αδιάκριτα βλέμματα ανθρώπων που επηρέασε τη ζωή τους… Τον αγνοούν πια, δεν τον αναγνωρίζουν… Είναι πρωταγωνιστής μιας άλλης Ελλάδας… «Ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα» που έλεγε ο Θανάσης Βέγγος ως ταξιτζής στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» απευθυνόμενος στον Χάρβει Καϊτέλ… και πέταγε ένα μπισκότο στη φύση λέγοντας της, «Μόνη σου είσαι, μόνος είμαι κι εγώ, πάρε ένα μπισκότο»!